Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

 

 

Ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος (1730-1777), επίσης γνωστός ως Πέτρος Λαμπαδάριος, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της μεταβυζαντινής παραδόσεως[4] και λαμπαδάριος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας κατά τον 18ο αιώνα. Αποτελεί τη δεσπόζουσα φυσιογνωμία του μουσικού στερεώματος κατά το 18ο αιώνα.[5]

Ο βίος του
Γεννήθηκε περί 1730 πιθανώς στο χωριό Γοράνοι Λακωνίας και απεβίωσε από επιδημία πανώλης το 1778 σύμφωνα με χειρόγραφο που αναφέρει την ημερομηνία θανάτου του[5]. Το έργο του περιγράφεται από πηγές της εποχής ως μια ακούραστη και διαρκής εργασία επί των μουσικών δρωμένων κατά την οποία εξηγούσε τα παλαιά μουσικά μαθήματα, έγραφε κάθε μελωδία που ερχόταν στη φαντασία του έξωθεν ή έσωθεν, ενώ επιπρόσθετα μέλιζε και στίχους “ευγενών και λογίων του ημετέρου γένους”. Μετά τον θάνατο του πατέρα του σε συμπλοκή με Τουρκαλβανούς, η μητέρα του τον έστειλε στη Μονή Αγίας Λαύρας (Μέγα Σπήλαιο-Καλάβρυτα)[6]. Εκεί τον βρήκε ένας περιοδεύων έμπορος και τον πήρε μαζί του στη Σμύρνη. Από εκεί και μετά η εξέλιξη του Πέτρου ήταν ραγδαία, λόγω της φυσικής του κλίσης στη μουσική και της μαθητείας του κοντά σε ιερομόναχο μουσικό και μετέπειτα στον πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ιωάννη Τραπεζούντιο, με τον οποίο συνέψαλε ως Β΄ Δομέστικος[7], ίσως δε και ως Α΄[8]. Από το 1770 και το θάνατο του Ιωάννη, υπό το Δανιήλ, ο Πέτρος έγινε λαμπαδάριος στο πατριαρχικό αναλόγιο. Με το Δανιήλ Πρωτοψάλτη και το Δομέστιχο Ιάκωβο Πελοποννήσιο δίδαξε μουσική στην ιδρυθείσα πατριαρχική μουσική σχολή από το 1776[7]. Η κηδεία του Πέτρου έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία μάλιστα θέλησαν να παραβρεθούν και οι Δερβίσηδες της πόλης για να τον ψάλλουν, αφού πολύ τον σέβονταν και τον αγαπούσαν[7].

Χαρακτηρίζεται ως χαλκέντερος εργάτης[5] της μουσικής ο οποίος “εθαυμάζετο υπό των συγχρόνων αυτού δια την έξοχον μουσικήν αυτού αντίληψιν και μίμησην, δυνάμενος μάλιστα να διαφυλάξη πιστώς δια της γραφής οιονδήποτε μέλος έστω και άπαξ ψαλλόμενον υπ άλλου. Εντεύθεν υπό των Οθωμανών καλείτο χιρσίζ (κλέπτης)[9] και χότζας (διδάσκαλος)”. Κατά μία άλλη άποψη, αν και όχι επικρατούσα[10], ο Πέτρος υπήρξε δερβίσης, ο οποίος είλκυε την καταγωγή του από οικογένειες Λακώνων οι οποίες βρίσκονταν στη Σμύρνη από τον 13ο αιώνα[11].

Το έργο του 

Το έργο του Πέτρου διαχωρίζεται σε δύο μεγάλες θεματικές ενότητες. Την εκκλησιαστική μουσική και την κοσμική. Κατά την πρώτη το εξηγητικό του έργο είναι ανεπανάληπτο, αφού απλοποίησε ακόμα περισσότερο την κουκουζέλειον και Ιωάννου Τραπεζουντίου παρασημαντική, ενώ ερμήνευε και τις θέσεις αρχαιότερων μελών[7], αποτελώντας τον συνδετικό κρίκο του μουσικού εκκλησιαστικού συστήματος πριν από τη μέθοδο των τριών διδασκάλων. Η διαμόρφωση τής αναλυτικής αυτής σημειογραφίας είναι σημαντική για τη συμβολή στην εξέλιξη της εκκλησιαστικής μουσικής, αφού τελικά σήμερα αποτελεί τον κορμό της εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης[12]. Με αυτόν τον τρόπο η παράδοση θα περάσει στα βιβλία όπου από το 19ο αιώνα αρχίζουν να εκδίδονται.[12]

Το έργο του επίσης θεωρείται μεγάλο σε όγκο και ποιότητα[13] και συνίσταται κυρίως σε πρωτότυπες συνθέσεις στο ύφος της βυζαντινής μουσικής και σε επεξεργασία παλαιοτέρων μουσικών διδασκάλων. Σήμερα ελάχιστο μέρος των συνθέσεών του έχει εκδοθεί, αφού το μεγαλύτερο μέρος σώζεται σε ανέκδοτα χειρόγραφα[14]. Το γνωστότερο έργο του είναι το ειρμολόγιο. Ο ίδιος υπήρξε σπουδαίος συνθέτης και της δημοτικής μουσικής όπου τα τραγούδια του “αποτελούν σπάνια δείγματα της παλαιότερης εκκλησιαστικής και δημοτικής μουσικής μας παράδοσης…που σημείωσαν μάλιστα μεγάλη επιτυχία στην εποχή του και τραγουδήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στα άλλα αστικά κέντρα της Ανατολής μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα”.

Ο Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός ή ο Υμνογράφος (Αρχαία Ελληνικά Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός, λατινικά Romanus, αγγλικά Roman) (Έμεσα ή Δαμασκός, περ. 490 – Κωνσταντινούπολη, περ. 556) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υμνογράφους της Ελληνικής γλώσσας, ονομαζόμενος και «ο Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης».[2]. Άνθισε κατά τον 6ο αιώνα, ο οποίος θεωρείται ο «Χρυσός Αιώνας» της Βυζαντινής υμνογραφίας.

Ζωή:

Η κύρια πηγή για τις πληροφορίες για τη ζωή του Ρωμανού προέρχονται από το Μηναία. Πέρα από αυτά το όνομά του αναφέρεται μόνο από δύο άλλες αρχαίες πηγές. Η μία είναι ο ποιητής του 8ου αιώνα Άγιος Γερμανός, και η άλλη η Σούδα, όπου αποκαλείται «Ρωμανός ο μελωδός». Από αυτές τις λίγες πληροφορίες μαθαίνουμε ότι γεννήθηκε από εβραϊκή οικογένεια είτε στην Χομς είτε στη Δαμασκό, στη Συρία. Βαπτίστηκε ως νέο παιδί (αν και αν οι γονείς του επίσης προσηλυτίστηκαν δεν είναι γνωστό). Έχοντας μετακομίσει στη Βηρυτό, χειροτονήθηκε διάκονος στην Εκκλησία της Αναστάσεως εκεί.

Αργότερα μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αναστάσιου—για το αν εννοείται ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) ή ο Αναστάσιος Β΄ (713-716), ο βυζαντινολόγος καθηγητής Καρλ Κρουμπάχερ συνηγορεί υπέρ της παλιότερης ημερομηνίας[3]. Εκεί υπηρέτησε ως νεωκόρος στην Αγία Σοφία, διαμένοντας μέχρι το τέλος της ζωής του στο Μοναστήρι της Θεοτόκου «εις τα Κύρου», όπου θάφτηκε δίπλα στον απόστολο Άγιο Ανανία.

Αν οι μελετητές που πιστεύουν ότι έζησε κατά τα χρόνια του Αναστασίου Α΄ είναι σωστοί, μπορεί να συνέχιζε να γράφει κατά τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, που ήταν κι αυτός υμνογράφος, ενώ έτσι θα ήταν και σύγχρονος δύο ακόμα διάσημων Βυζαντινών υμνογράφων, του Αναστασίου και του Κυριάκου.

Παράδοση
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, ο Ρωμανός δεν θεωρούταν στην αρχή ούτε ταλαντούχος Αναγνώστης ούτε ψάλτης. Ήταν όμως αγαπητός από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για τη μεγάλη του ταπεινότητα. Κάποτε, γύρω στο έτος 518, ενώ υπηρετούσε στην Εκκλησία της Παναγίας στις Βλαχέρνες, κατά τη διάρκεια της ολονυκτίας των Χριστουγέννων, ήταν να διαβάσει τους στίχους του καθίσματος από το Ψαλτήρι. Το διάβασε τόσο άσχημα, που αναγκάστηκε να πάρει τη θέση του άλλος Αναγνώστης. Κάποιοι κατώτεροι κληρικοί γελοιοποίησαν τον Ρωμανό για το γεγονός, και έχοντας ταπεινωθεί έκατσε σε ένα από τα σκαλοπάτια του χοροστασίου. Καταβεβλημένος από την ανησυχία και τη λύπη, σύντομα αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του εμφανίστηκε η Θεοτόκος με μια περγαμηνή στο χέρι της. Τον πρόσταξε να φάει την περγαμηνή, και μόλις το έκανε, ξύπνησε. Έλαβε αμέσως την ευλογία από τον Πατριάρχη, ανέβηκε στον άμβωνα, και έψαλε αυθόρμητα χωρίς προετοιμασία το διάσημό του Κοντάκιο της Γέννησης «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει». Ο αυτοκράτορας, ο πατριάρχης, οι ιερείς και το ποίμνιο εξεπλάγησαν από την βαθιά θεολογία του ύμνου και την καθαρή και μελωδική φωνή του Ρωμανού καθώς το έψαλε. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, ήταν το πρώτο κοντάκιο που ψάλθηκε ποτέ. Η λέξη κοντάκιον αναφέρεται στην ξύλινη βάση στην οποία τυλίγεται ο πάπυρος, όπου και σημασία της εντολής της Θεοτόκου να καταπιεί την περγαμηνή, υποδηλώνοντας ότι οι συνθέσεις του θα ήταν από θεία έμπνευση. Η σκηνή της πρώτης αυτής εκτέλεσης του Ρωμανού απεικονίζεται συχνά στο κάτω μέρος των εικόνων της Αγίας Σκέπης[4]

Έργα

Ο Ρωμανός και η Παρθένος, μικρογραφία από το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄
Ο Ρωμανός έγραψε σε Αττικίζουσα λόγια κοινή— δηλαδή λαϊκό αλλά ανυψωμένο ύφος— και πολλοί Σημιτιστές υποστηρίζουν ότι είχε εβραϊκή καταγωγή. Οι νοητικές απεικονίσεις, οι έντονες μεταφορές και παραβολές, τολμηρές συγκρίσεις, αντιθέσεις, εισαγωγή επιτυχημένων ρητών, και έντονη δραματοποίηση, είναι χαρακτηριστικά του έργου του.

Λέγεται ότι συνέγραψε πάνω από 1.000 ύμνους, ή αλλιώς κοντάκια, για τον εορτασμό διαφόρων γιορτών του εκκλησιαστικού έτους, τους βίους των αγίων και άλλα ιερά θέματα[2], από τα οποία σώζονται 60 με 80. Σήμερα, κατά τον όρθρο ψέλνεται μόνο η πρώτη στροφή από κάθε κοντάκιο, ενώ τα κοντάκια έχουν αντικατασταθεί από τους κανόνες. Ένα πλήρες κοντάκιο ήταν μια ποιητική λειτουργία που αποτελούνταν από 18 με 30 τροπάρια ή αλλιώς οίκους, ο καθένας με ένα ρεφρέν, και που ένωνε ένα ακρόστοιχο. Όταν ψελνόταν στην αρχική του μελωδία λεγόταν ιδιόμελον. Αρχικά, τα έργα του Αγίου Ρωμανού ήταν απλά γνωστά ως ψαλμοί, ωδές, ή ποιήματα. Ήταν μόνο από τον 9ο αιώνα και μετά που άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος κοντάκιο.

Μεταξύ των πιο γνωστών το έργα είναι τα κοντάκια για:

Τη Γέννηση του Χριστού
Το Μαρτύριο του Αγίου Στεφάνου
Το Θάνατο ενός Μοναχού
Της Δευτέρας Παρουσίας
Του Άσωτου Υιού
Της Ανάστασης του Λαζάρου
Του Θρήνου του Αδάμ (για την Κυριακή των Βαΐων)
και Της Προδοσίας του Ιούδα
Ο Ύμνος για την Γέννηση εξακολουθεί να θεωρείται το αριστούργημά του, και μέχρι τον 12ο αιώνα ψελνόταν κάθε χρόνο στην αυτοκρατορική γιορτή για τα Χριστούγεννα από κοινή χορωδία της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος έχει τη μορφή διαλόγου μεταξύ της Παναγίας και των Μάγων, η επίσκεψη των οποίων στο νεογέννητο Χριστό εορταζόταν στο Βυζαντινό τυπικό στις 25 Δεκεμβρίου αντί στις 6 Ιανουαρίου, όπου η Δυτική Εκκλησία γιορτάζει την Προσκύνηση των Μάγων.

Από τα άλλα κοντάκιά του ένα από τα πιο γνωστά είναι ο ύμνος, «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις..»[5], ο οποίος ψέλνεται ως μέρος της λειτουργίας του Μεγάλου Κανόνος του Αγίου Ανδρέα την πέμπτη Πέμπτη της Σαρακοστής.

Ο Ρωμανός είναι ένα από τα πολλά πρόσωπα στα οποία έχει αποδοθεί η σύνθεση του Ακάθιστου Ύμνου.

Ο Κρουμπάχερ εξέδωσε στο Μόναχο πολλούς προηγούμενα μη εκδομένους ύμνους του Ρωμανού και άλλων υμνογράφων, από χειρόγραφα που ανακαλύφθηκαν στην βιβλιοθήκη του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμος. Στην Βιβλιοθήκη της Μόσχας υπάρχει ένα ελληνικό χειρόγραφο που περιέχει κοντάκια και οίκους για όλο το χρόνο, αλλά δεν περιέχει κάποια σύνθεση του Ρωμανού.

Ο Καθηγητής λέει για το έργο του:

«Στο ποιητικό ταλέντο, σπίθα της έμπνευσης, βάθος του συναισθήματος, και ανύψωση της γλώσσας, υπερέχει μακράν όλες τις άλλες μελωδίας. Η ιστορία της λογοτεχνίας του μέλλοντος ίσως ανακηρύξει το Ρωμανό τον μεγαλύτερο εκκλησιαστικό ποιητή όλων των εποχών.»

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (περ. 676 – 4 Δεκεμβρίου 749) ήταν Βυζαντινός μοναχός και ιερέας. Γεννήθηκε στη Δαμασκό —εξ ου και το προσωνύμιό του— και ανήκε σε εξέχουσα οικογένεια. Ο πατέρας του Σέργιος, ήταν διοικητής της Δαμασκού, που ήταν τότε υποταγμένη στους Σαρακηνούς και «υπουργός» οικονομικών του Αμπντέλ- Μαλέκ (685- 705) χαλίφη των Αράβων. Η οικογενειακή κατάσταση του Ιωάννη προσδιόρισε και τις σπουδές του. Ο πατέρας του εξαγόρασε την ελευθερία τού αιχμαλώτου μοναχού και άριστου διδασκάλου από τη Νότια Ιταλία, τού Κοσμά τού Σικελού, ο οποίος ανέλαβε την εκπαίδευση του Ιωάννη στους βασικούς τομείς της γνώσεως, δηλαδή την αριθμητική, την γεωμετρία, τη μουσική, την αστρονομία, τη ρητορική, τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και αυτήν του Αριστοτέλη.

Ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός διαδέχθηκε τον πατέρα του στην υπηρεσία του χαλίφη και κατέλαβε ανάλογο αξίωμα κατά την εποχή του χαλίφη Ουαλίντ (705-715). Τελικά όμως, αφού απαρνήθηκε τα εγκόσμια αξιώματα, με προτροπή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Ε΄ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εγκαταστάθηκε στη μονή του αγίου Σάββα, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Εκεί έζησε όλη του τη ζωή μελετώντας και συγγράφοντας, κυρίως μουσικά έργα.

Ήταν εικονόφιλος και πολέμησε με σφοδρότητα τους εικονομάχους Αυτοκράτορες Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο και τον γιο του Κωνσταντίνο Ε΄. Γράφοντας επιστολές, ζητούσε από τον λαό της Πόλης να τιμά τις εικόνες. Αναφέρεται, ότι ο Λέων Γ΄ διέταξε να μιμηθούν τη γραφή τού Ιωάννη και να στείλουν στο χαλίφη πλαστή επιστολή του, με την οποία να φαίνεται, ότι ο Ιωάννης προσέφερε (τάχα) τη Δαμασκό στους Βυζαντινούς. Ο χαλίφης πείστηκε και τού έκοψε το δεξί χέρι, το οποίο όμως γιατρεύτηκε ως εκ θαύματος. Τότε έγραψε τον πρώτο ειρμό τού Κανόνα τού Α΄ ήχου «Σού η τροπαιούχος δεξιά, θεοπρεπώς εν ισχύϊ δεδόξασται».

Χάρη στην ευγλωττία του ονομάσθηκε και «Χρυσορρόας», ενώ για το πλούσιο μουσικό του έργο ονομάστηκε «Μαΐστωρ της μουσικής». Ανακηρύχθηκε άγιος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Καθολική εορτάζουν τη μνήμη του στις 4 Δεκεμβρίου. Επίσης αναγνωρίζεται ως άγιος από τη Λουθηρανική και την Αγγλικανική Εκκλησία.

 

 

 

Ο Ιωάννης Κουκουζέλης είναι άγιος και σπουδαίος μελοποιός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος έζησε τον 13ο-14ο μ.Χ. αι. Τον αποκαλούσαν επίσης αγγελόφωνο και Καλλικέλαδο. Θεωρείται ο δεύτερος μεγαλύτερος μελοποιός μετά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, και συχνά χαρακτηρίζεται ως «Μαΐστωρ της μουσικής».

Ο βίος του
Ο Ιωάννης γεννήθηκε γύρω στο 1280 στο Δυρράχιο σε μια αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του είναι άγνωστης καταγωγής και η μητέρα του Βουλγάρα [4][5]. Καθώς είχε εξαιρετική φωνή, πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει στην αυτοκρατορική σχολή. Τα πρώτα χρόνια των σπουδών του υπήρξαν δύσκολα. Μάλιστα, όταν τον ρωτούσαν στη σχολή τι έτρωγε, απαντούσε «κουκία και ζέλια» (μπιζέλια), γιατί ήταν φτωχός. Αργότερα γνώρισε τον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας, από τον οποίο έμαθε για τη μοναχική ζωή στο Άγιο Όρος και αποφάσισε να γίνει μοναχός. Στο μεταξύ όμως ο αυτοκράτορας, που είχε εκτιμήσει την τέχνη του, τον είχε διορίσει αρχιμουσικό των αυτοκρατορικών ψαλτών και ήθελε να τον παντρέψει με την κόρη κάποιου μεγιστάνα. Τότε ο Ιωάννης πήγε στον τόπο της γέννησής του για να πάρει τάχα τη μητρική συγκατάθεση για τον γάμο. Όμως συνεννοήθηκε με φίλους του να πουν στη μητέρα του ψέματα ότι είχε πεθάνει. Μάλιστα, καθώς βρισκόταν κρυφά μέσα στο σπίτι κι άκουγε τη μητέρα του να κλαίει και να οδύρεται για τον δήθεν θάνατό του, μέλισε τη θρηνωδία (μοιρολόγι) με τίτλο «Βουλγάρα». Στη συνέχεια πήγε στο Άγιο Όρος, στη μονή Μεγίστης Λαύρας, ντυμένος με τρίχινα ενδύματα και αποκρύπτοντας την ταυτότητά του. Όταν τον ρώτησε ο θυρωρός ποιος ήταν, και τι θέλει, αποκρίθηκε ότι είναι χωρικός, βοσκός προβάτων και ότι επιθυμεί το μοναχικό σχήμα. Όταν ο θυρωρός παρατήρησε ότι ήταν πολύ νέος, ο Ιωάννης απάντησε ταπεινά με τη ρήση του προφήτη Ιερεμία «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν τη νεότητι αυτού».

Στη Μονή της Λαύρας εκάρη μοναχός και τον διόρισαν ποιμένα των τράγων της μονής. Όμως όταν έβγαζε στη βοσκή τους τράγους, αυτοί γύριζαν αργά το απόγευμα πίσω στη στάνη τους σχεδόν νηστικοί, σε αντίθεση με άλλες φορές που τους έβοσκαν άλλοι πατέρες. Ο ηγούμενος ανέθεσε σε κάποιον μοναχό να παρακολουθήσει τον Ιωάννη για να δει τι συνέβαινε. Ο μοναχός διηγήθηκε ότι καθώς έβοσκαν τα ζώα, ο Κουκουζέλης άρχισε να ψάλλει και τότε εκείνα σταμάτησαν να τρώνε και τον άκουγαν με προσοχή. Όταν σταμάτησε το ψάλσιμο, τότε άρχισαν πάλι να τρώνε. Κάποια στιγμή ξανάρχισε, και τα ζώα τον κοίταζαν και πάλι σα μαγεμένα, σταματώντας να βόσκουν. Τότε ο ηγούμενος τον προσκάλεσε και τον αναγνώρισε. Αρχικά τον επιτίμησε που δεν είχε αποκαλύψει ποιος ήταν. Μάλιστα έγραψε τα τεκταινόμενα στον αυτοκράτορα, ο οποίος συμφώνησε να μην ενοχλήσει τον μουσικό που είχε δραπετεύσει κυριολεκτικά από το παλάτι. Από τότε ο Ιωάννης ζούσε μέσα σε κελί της Λαύρας, και τις Κυριακές και εορτές έψαλλε στον ναό με τους άλλους ιεροψάλτες. Δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει κάνοντας επίδειξη των φωνητικών του ικανοτήτων, αλλά έψαλλε προσευχόμενος, προκαλώντας στους ακροατές κατάνυξη και διάθεση για προσευχή.

Μετά από οσιακό βίο, ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Οκτωβρίου. Στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας φυλάσσεται εικόνα του που τον παρουσιάζει περικυκλωμένο με τα μουσικά του σύμβολα, τα «νεύματα».

Αξιομνημόνευτα περιστατικά
Σύμφωνα με την παράδοση, σε κάποια παννυχίδα, Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας των Νηστειών, όταν ψάλλεται ο Ακάθιστος Ύμνος, μετά το τέλος του κανόνα ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε στο στασίδι, κουρασμένος από την αγρυπνία. Εκεί είδε σε όραμα ότι ήρθε η Θεοτόκος και του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα, επειδή είχε ψάλει πολύ κατανυκτικά τον ύμνο της. Αμέσως ξύπνησε, και βρήκε στο χέρι του το δώρο της Θεοτόκου. Αυτό το χρυσό νόμισμα το έκοψαν στα δύο. Το μισό βρίσκεται σήμερα δίπλα την εικόνα της Θεοτόκου στο ναό της Λαύρας και το άλλο μισό εστάλη στη Ρωσία.

Το έργο του
Ο Ιωάννης Κουκουζέλης επέφερε τροποποιήσεις και μεταβολές ή προσθαφαιρέσεις στα σημεία της συμβολικής γραφής των μελωδιών που είχε καθιερώσει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Συνέγραψε Θεωρητικόν έργον περί Μουσικής τέχνης και βιβλίο με μουσικά σημεία που περιέχει εκκλησιαστικά άσματα. Δημιούργησε το λεγόμενο Μέγα Ίσον της Παπαδικής, το οποίο αργότερα κατά τον 18ο αιώνα μεταφέρθηκε σε νεώτερη μουσική παρασημαντική από τον Πέτρο τον Πελοποννήσιο και εν τέλει και στο νέο σύστημα, το οποίο ίσχυσε από τις αρχές του 19ου αιώνα (1814 μ.Χ.), με την μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής μουσικής σημειογραφίας που επεξεργάστηκε ο Χρύσανθος ο Μαδυτινός. Δημιούργησε τον κυκλικό Μέγιστο Τροχό της μουσικής, ο οποίος έχει γύρω του άλλους τέσσερις μικρότερους Τροχούς. Καθένας από αυτούς παριστάνει με μαρτυρίες την πλάγια πτώση του κάθε πλαγίου ήχου προς τον κύριο ήχο του. Οι οκτώ ήχοι της εκκλησιαστικής μας μουσικής παραβάλλονται με τους οκτώ ήχους των αρχαίων. Πάνω και κάτω από τους μικρότερους τροχούς δίνονται ολογράφως τα ονόματα των κυρίων και πλαγίων ήχων: Δώριος, Λύδιος, Φρύγιος, Μιξολύδιος, Υποδώριος, Υπολύδιος, Υποφρύγιος, Υπομιξολύδιος.

Ο άγιος Ιωάννης Κουκουζέλης μουσούργησε κατά τους οκτώ ήχους Χερουβικά σύντομα και μακρά έντεχνα. Από αυτά σώζεται ένα σε ήχο πλάγιο του δευτέρου (παλατιανό), ένα Κοινωνικό «Αινείτε» σε ήχο πλάγιο του πρώτου, και ένα «Γεύσασθε» σε ήχο πλάγιο του πρώτου. Σώζονται επίσης τα μεγάλα και έντεχνα Ανοιξαντάρια, το αργό «Μακάριος ανήρ», το (εις την αρτοκλασία) «Χαίρε κεχαριτωμένη» κατ’ αναγραμματισμό σε ήχο Α΄ τετράφωνο, Αλληλουάρια σε ήχο πρώτο και πλάγιο του πρώτου, το «Άνωθεν oι Προφήται», η φήμη «Τον δεσπότην και αρχιερέα», πολυέλεοι, δοχές, καλοφωνικοί ειρμοί, πασαπνοάρια και πολλά άλλα. Κάποια από αυτά έχουν εκδοθεί, ενώ άλλα είναι ανέκδοτα. Η παρασημαντική του βρισκόταν σε χρήση μέχρι των μέσων του ΙΗ’ αιώνα, οπότε ο Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας Ιωάννης ο Τραπεζούντιος (1756), μετά από αίτημα του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του από Νικομηδείας, άλλαξε το σύστημα των χαρακτήρων, εισάγοντας απλούστερη μέθοδο παρασημαντικής. Τα μουσικά χειρόγραφα του αγίου Ιωάννη Κουκουζέλη φυλάσσονται στις Βιβλιοθήκες της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, των Αθηνών, του Αγίου Όρους, του Βατικανού, του Παρισιού, της Βιέννης και άλλων πόλεων.

 

O Βίος και το έργο του

Θεόδωρος Παπά Παράσχου Φωκαεύς ενδιαφέρει την επιστήμη της Μουσικολογίας αλλά και την ιστορία της εξελίξεως των μουσικών πραγμάτων γενικότερα από τρεις κυρίως απόψεις, γιατί τριπλή υπήρξε και η αποφασιστική συμβολή του από άποψη μελοποιϊας, ως μελουργός, από άποψη καταγραφής μακαμιών και τραγουδιών, ως «τονιστής», και από άποψη εκδοτικής δραστηριότητος, ως εκδότης των βασικών μουσικών βιβλίων.
Για τον Θεόδωρο Φωκαέα, γνωρίζουμε τις χρονολογίες σπουδαίων γεγονότων της ζωής του χάρη σε μια βιογραφία του, που δημοσίευσε αμέσως μετά τον θάνατο του ο υιός του Κωνσταντίνος, στα 1851, και επανέλαβαν τ’ άλλα δυο παιδιά του, ο Αλέξανδρος και o Λεωνίδας, στα 1863 και 1869,αλλά και χάρη στις ειδήσεις που ο ίδιος μας άφησε, είτε στους προλόγους, είτε στις αγγελίες των εκδόσεων του.
Μας είναι χρήσιμο εδώ ένα μεγάλο παράθεμα απ΄ τη βιογραφία του, που όπως φαίνεται συνέθεσε ο Ονούφριος Βυζάντιος. «Θεόδωρος Παπά Παράσχου πατρίδα είχε τας εν Ιωνία, Φώκας, γεννηθείς τω 1790….». Ο πατέρας του Παράσχος ήταν παπάς, μια πρώτη εγγύηση για την ευδοκίμηση του μικρού Θεοδώρου.
Τα πρώτα μουσικά βήματα τα έκαμε κοντά στον πατέρα του. Μικρός έχασε την όραση του για εννέα ολόκληρα χρόνια. Αυτό στάθηκε σοβαρό εμπόδιο στις σπουδές του. Θα πρέπει να έπαθε την τύφλωση στα δεκαπέντε του περίπου χρόνια, γύρω στα 1805, και να θεραπεύτηκε στα 1814.
Την Παλαιά Μέθοδο της τέχνης της σημειογραφίας την έμαθε στις Κυδωνίες από τον αδερφό του Αθανάσιο, λίγα χρόνια πριν φύγει για την Κωνσταντινούπολη.
Είχε γρήγορη μουσική αντίληψη κι είχε μάθει καλά την ψαλτική τέχνη στις Κυδωνίες, γιατί όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, σχεδόν αμέσως ανέλαβε ψάλτης στον Άγιο Δημήτριο στα Ταταύλα, συμψάλλοντας με τον διδάσκαλο Χουρμούζιο, αλλά για πολύ λίγο. Στην Κωνσταντινούπολη ο ζήλος του για τελειοποίηση στην Ψαλτική Τέχνη και εκμάθηση της Νέας Μεθόδου αναλυτικής σημειογραφίας, τον οδήγησε στον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη, λαμπαδάριο τότε της Μ.Χ.Ε.
Η επίδραση του Γρηγορίου στο έργο του Θεοδώρου είναι φανερή, και η ενασχόληση του δευτέρου με τα τραγούδια, ελληνικά και τουρκικά, και την έκδοση τους, δεν μπορεί παρά στον Γρηγόριο να έχει τις καταβολές της. Ωστόσο, δάσκαλος του υπήρξε και ο Χουρμούζιος, αφού μάλιστα συνέψελναν στα Ταταύλα.
Έψαλλε για περισσότερα από τριάντα χρόνια, τα πρώτα 6 ως Λαμπαδάριος στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου των Ταταούλων μετά του Διδασκάλου Χουρμουζίου, και τα υπόλοιπα ως Πρωτοψάλτης του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Γαλατά, μετά του αοιδίμου Σταυράκη.
Ο ίδιος ο Θεόδωρος Φωκαεύς, στα 1843, μας πληροφορεί ότι «Έκαμα παύσιν του ψάλλειν εις την εν Γαλατά Ιεράν Εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου, καθότι αι σωματικαί δυνάμεις μου δεν με συγχωρούσι το έργον τούτο εις το εξής».
Την τελευταία δεκαετία της ζωής του την αφιέρωσε ο Θεόδωρος στην εκδοτική δραστηριότητα και τη μελοποίηση του προσωπικού του έργου. Δεν έπαψε όμως μέχρι το θάνατο του να διδάσκει την ψαλτική και την εξωτερική μουσική. Άρχισε να διδάσκει τουλάχιστο μετά από 2-3 χρόνια που θα κράτησε η μαθητεία του στη Μουσική Σχολή του γένους, δηλαδή κοντά στα 1820-21, τότε που έκλεισε η Σχολή αυτή. Και δεν δίδασκε τη μουσική ερασιτεχνικά, αλλά συστηματικά, σε τύπο σχολείου και με αμοιβή για προσπορισμό χρημάτων.
Οι πολλές υποχρεώσεις και ευθύνες που είχε αναλάβει με τις εκδόσεις του και η έγνοια του να ανταποκρίνεται σ΄αυτές, τον έφθειραν σωματικά και ψυχικά και τον κρατούσαν μακριά απ’ την μελοποιία. Και πράγματι φαίνεται πώς δημιούργησε το προσωπικό του έργο την τελευταία δεκαετία της ζωής του, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στις δυο τελευταίες πολύτομες εκδόσεις του, τη Μουσική Μέλισσα (4 τόμοι, το 1848) και το Ταμείον Ανθολογίας (3 τόμοι, το 1851) συγκέντρωσε τα δικά του συνθέματα, που μερικά μάλιστα χαρακτηρίζονται «νέα». Το μόνο που τον ευχαριστεί και δεν μπορεί να το κρύψει, είναι το ότι «αι προστεθείσαι νέαι μελοποιίαι μου καθυποβληθείσαι εις την επίκρισιν της Α. Θ. Παναγιότητος και της περί Αυτήν Ιεράς Συνόδου και εξετασθείσαι επεδοκιμάσθησαν και εκρίθησαν άξιαι δημοσιεύσεως, ως μη νεωτερίζουσα, αλλά φυλάττουσαι αυστηρώς το ύφος και το μέλος της καθιερωμένης εκκλησιαστικής μουσικής».
Το έργο του Θεοδώρου διαδόθηκε ευρύτατα, ανθολογήθηκε σε χειρόγραφα στο Άγιον Όρος και αλλού και κέρδισε την προτίμηση των ψαλτών λόγω της απλότητας, και της εύρυθμης μελωδικότητας του.
Τη 3 Οκτωβρίου 1851, απέθανε σχετικά νέος, και σαν άνδρας ενάρετος, φιλόμουσος και φιλογενής, όντας «αναγκαίος έτι εις την κοινωνίαν».
Γυρνώντας τώρα πίσω ν’ ανακεφαλαιώσουμε το τρίπτυχο της δραστηριότητας του και αποτιμήσουμε την προσφορά τον στα μουσικά πράγματα, πρέπει να επισημάνουμε ότι κατάγινε με το έργο της μελοποιίας στα τελευταία χρόνια της ζωής του, θεωρώντας τα ποιήματα των προγενεστέρων, ακόμα και των συγχρόνων του διδασκάλων, ως «άριστα» μελωδήματα, και υποδεικνύονται αυτά στην Κρηπίδα του ως απαραίτητα μαθήματα, που πρέπει να διεξέλθει όποίος θέλει να τελειοποιηθή στη Ψαλτική Τέχνη.
Εκδίδοντας την Κρηπίδα του, στα 1842, κάνει υπαινιγμούς κατά του Λεσβίου Συστήματος, που το θεωρεί νεωτεριστικό και δεν παραλείπει, όπως σχεδόν σε όλους τους προλόγους του, να εγκωμιάσει τους ευεργέτες του γένους, τους τρεις Δασκάλους και εξηγητές της Νέας Μεθόδου αναλυτικής σημειογραφίας. Η διδακτική Θεωρητική προσφορά του παρατηρείται στο περί «ορθογραφίας» κεφάλαιο, που σαν εκδότης που ήταν, ήταν και ο αρμοδιότερος στην εποχή του να συντάξει.
Στην άλλη δραστηριότητα του Φωκαέως, της καταγραφής και εκδόσεως των τραγουδιών, σημασία έχει ένα μάθημα έντεχνο, που το αποκαλεί «Κιάρι», προς χρήσιν των μουσικολογιωτάτων, και που όπως φαίνεται η εκδοτική δραστηριότητα του Θεοδώρου Φωκαέως, ξεκίνησε το 1830 με την έκδοση της Ευτέρπης, και τελείωσε με τον θάνατο του, στα 1851, που πρόφτασε και είδε τυπωμένο τον Α΄ τόμο της τρίτομης Ανθολογίαs του.
Εξέδωσε, στο διάστημα των είκοσι χρόνων, οκτώ και με τα δυο τελευταία πολύτομα έργα, δέκα βασικά μουσικά βιβλία, πού αποτελούν μνημεία ιστορικά της ψαλτικής τέχνης, αλλά και μνημεία καλλιτεχνικά της τυπογραφίας. Οι εκδόσεις του έβγαιναν σε δύο χιλιάδες αντίτυπα έκαστη. Το Αναστασιματάριο και την Ανθολογία του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου τα έβγαλε ο ίδιος σε δύο εκδόσεις. Η εξέλιξη των ψαλτικών οφείλει πολλά στους εκδοτικούς κόπους του Θεοδώρου για την σταθεροποίηση και διάδοση τής ψαλτικής παράδοσης.
Μία σπουδαιοτάτη πτυχή τής νεοελληνικής ιστορίας αποτελούν οι κατάλογοι των συνδρομητών στο τέλος των εκδόσεων του. Στο τέλος της Συλλογής ιδιομέλων (1831), του Αναστασιματαρίου (1832 και 1839), του Ταμείου Ανθολογίαs (1837), του Καλλοφωνικού Ειρμολογίου (1835), της Πανδώρας (1843) και της Μουσικήs Μέλισσαs (1848) στις σελίδες 202-231 του Δ΄ τόμου περιέχονται τα ονόματα πολλών εκατοντάδων συνδρομητών, με την αναγραφή του επαγγέλματος τους και του τόπου καταγωγής. Αρχιερείς, ιερομόναχοι, μοναχοί, ψάλτες και φιλόμουσοι σ΄όλα τα μέρη της Ορθοδοξίας αποτελούσαν τις εστίες του μουσικού πολιτισμού. Είναι συγκινητικό να διαβάζουμε τώρα τα τοπωνύμια ελληνικών κοινοτήτων στη Βουλγαρία και τη Μ. Ασία που τίποτε άλλο πια δεν μας τις θυμίζει. Οι κατάλογοι αυτοί των συνδρομητών είναι, πέρα απ΄ την ιστορική τους αξία, ένα προσκλητήριο να σκύψουμε να δούμε τις ρίζες μας και ν΄ αναγνωρίσουμε την ταυτότητα και μαζί τη δύναμη της ρωμαίικης μας προβολής.

O Βίος και το έργο του

Κατ’ εξοχήν επονομασθείς, Ιεροσολυμίτης δε και Αγιοπολίτης. Συμμόνασε επί μακρόν στο περιώνυμο μοναστήρι του αγίoυ Σάββα μετά του ισαδέλφου τουΙωάννου του Δαμασκηνού. Διετέλεσε επίσκοπος Μαϊουμά της Γάζης (750). Ήταν ορφανός γι΄αυτό και υιοθετήθηκε από τον Σέργιο, πατέρα του φωστήρα της Δαμασκού Ιωάννη του Δαμασκηνού και συνεσπούδασε μαζί του έχοντας αμφότεροι δάσκαλον τον σοφό Κοσμά τον επικαλούμενο Ξένον ή Ικέτην και Ασυγκρίτον και ο οποίος κατάγονταν από την Ιταλία.
Ο ιερός Κοσμάς συνέγραψε πολλούς Κανόνες και ιαμβικούς και πολλά Τροπάρια. Μεταξύ των πανηγυρικών Κανόνων του υπέροχη θέση κατέχει ο εις την Xριστoύ Γέννησιν «Χριστός γεννάται δοξάσατε», (Από τον Πανηγυρικό λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου) τον οποίο χρησιμοποίησε κατά λέξη, και μελοποίησε εις ήχον α΄.
Τον β΄ ήχο χρησιμοποίησε στην δεύτερη εορτή του Kυρίoυ, τα Θεοφάνεια, και τον γ΄ ήχο στην τρίτη εορτή του Κυρίου, την Υπαπαντή. Τον δ΄, στα Βαΐα, στην Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών παραλείποντας τον πλ.α΄ ήχο ως πανηγυρικό, ενώ τον β΄ και πλ.β΄ χρησιμοποίησε κατά κόρον, ως πένθιμους ήχους. Στην εορτή της Πεντηκοστής χρήση γίνεται του Βαρέως ήχου και στην Ύψωση του Σταυρού, του πλ.δ΄.
Επίσης εποίησε και κανόνες στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος «Χοροί Ισραήλ ανίκμοις ποσί», στην Κοίμηση της Θεοτόκου «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη» και άλλους πολυάριθμους, για τους οποίους λεπτομερή ερμηνεία έκαμαν οι Γρηγόριος ο Κορίνθου, Θεόδωρος ο Πτωχοπρόδρομος και Νικόδημος ο Αγιορείτης. Εποίησε και τα βραχύτερα ποιήματα της Μ. Εβδομάδας που αναφέρονται για κάθε μέρα ξεχωριστά, τα ονομαζόμενα κατά τον αριθμόν των ωδών Διώδιον, Τριώδιον, Τετραώδιον. Κατά μίμηση oι Στουδίται Θεόδωρος και Ιωσήφ εποίησαν Τριώδια για άλλες μέρες του έτους και κυρίως της Μεγάλης Τεσσαρακοστής

O Βίος και το έργο του

Πέτρος Γλυκύς ο Μπερεκέτης επωνυμούμενος, εκ της τουρκικής λέξεως «μπερεκέτ» (αφθονία) την μεταχειρίζετο όταν οι μαθητές του τον ρώταγαν, αν έχει και άλλους Ειρμούς να διδάξη.
Μαζί με τους Χρυσάφη το Νέο, Γερμανό Νέο Πατρών και τον Μπαλάσιο Ιερέα υπήρξαν οι 4 μεγάλοι μουσικοί που ήκμασαν στα τέλη του ΙΖ΄ου αιώνος και αρχάς του ΙΗ΄ου.
Υπήρξε ένας από τους πλέον διαπρεπέστερους μουσικούς μετά την άλωση, μελίσας πολλά και διάφορα άσματα, όπως το δίχορο «Θεοτόκε Παρθένε» μετά κρατήματος, πολυελέους, δοξολογίες, ασματικά έντεχνα, πασαπνοάρια, κοινωνικά της εβδομάδος, κοινωνικά του ενιαυτού σε διάφορους ήχους, χερουβικά και τις καταβασίας της Χριστού Γεννήσεως.
Διακρίθηκε ιδιαίτερα εις την μέλισιν των Ειρμών, υπερβάλλοντας όλους τους σύγχρονους του, γι΄ αυτό και οι ειρμοί αυτοί κλήθηκαν «Καλοφωνικοί» από τους μελωδούς, λόγω της απαράμιλλης γλυκύτητας που είχαν. Ο ίδιος δε ονομάσθηκε «πατήρ των Καλοφωνικών Ειρμών».
Από τα μουσουργήματα του Μπερεκέτου τα περισσότερα μετατράπηκαν από την αρχαία παρασημαντική στην Νέα από τους Χρύσανθο και τον Γρηγόριο Πρωτοψάλτη και δημοσιεύθηκαν σε διάφορες Ανθολογίες.
Έζησε όταν Πρωτοψάλτες της Μ. Εκκλησίας ήταν οι Παναγιώτης Χαλάτζογλου και Ιωάννης ο Τραπεζούντιος. Διδάχθηκε την μουσική στην πατρίδα του, την Κωνσταντινούπολη, και μετά στο Άγιον Όρος κοντά στον ξακουστό μουσικό Δαμιανό τον Βατοπεδινό. Διετέλεσε ιεροψάλτης για πολλά χρόνια στον Ι. Ν. Αγίου Κωνσταντίνου στα Ψωμαθειά στην Κωνσταντινούπολη.

O Βίος και το έργο του

Ο Γρηγόριος υπήρξε μια ξεχωριστή μουσική ιδιοφυΐα, ένας καλλιτέχνης μουσικός και διδάσκαλος της Μουσικής, ένας βαθύς γνώστης της Μουσικής Τέχνης, της εκκλησιαστικής και της εξωτερικής. Είναι o ένας, ο βασικός απ’ τους τρεις Διδασκάλους τη Νέας Μεθόδου αναλυτικής σημειογραφίας τής Βυζαντινής Μουσικής, που προέκυψε απ’ τη μεταρρύθμιση τού 1814, και σαν Λαμπαδάριος και Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας, αποτελεί το μέτρο κρίσεως για την σπουδαιότητα της αλλαγής της μουσικής γραφής, αλλά και για το αναλλοίωτο της μουσικής αυτής καθ’ εαυτής, που με τη νέα γραφή άλλαξε μονάχα εξωτερικό μανδύα.
Η σπουδαιότητα αυτή του Γρηγορίου φαίνεται ολοκάθαρα, όταν θέλουμε να μιλήσουμε για το έργο οιουδήποτε άλλου μελουργού της προ του 1814 εποχής, γιατί είμαστε αναγκασμένοι να το δούμε δια μέσου της εξηγήσεως του Γρηγορίου βασικά ή του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακα. Ας συνθέσουμε όμως με τη σειρά τη βιογραφία του Γρηγορίου, με όσα στοιχεία μας προσφέρει η έρευνα.
Κατά μια παράδοση ο Γρηγόριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την ήμέρα που πέθανε ο Πέτρος λαμπαδάριος ο Πελοποννήσιος. O πατέρας του ήταν ιερέας και λεγόταν Γεώργιος και η μητέρα του λεγόταν Ελένη. Το επώνυμο «Λευίτης», που αποδίδεται στον Γρηγόριο, φαίνεται πως μάλλον δεν είναι πραγματικό, αλλά πώς προέκυψε απ’ το ότι ο πατέρας του ήταν παπάς, «λευίτης» σύμφωνα με τη γλώσσα της καινής Διαθήκης.
Για τον ακριβή χρόνο της γέννησης του Γρηγορίου, όπως και του θανάτου του Πέτρου Πελοποννησίου, πρέπει να αναφέρουμε τα εξής. Αν ο Πέτρος Πελοποννήσιος πέθανε από πανώλη, πρέπει να μεταθέσουμε τον χρόνο θανάτου του από το 1777, που αναγράφεται σε όλα τα βιβλία, στα 1778, γιατί αυτόν τον χρόνο, και συγκεκριμένα τον χειμώνα αυτού του χρόνου, έπεσε το θανατικό στην Κωνσταντινούπολη απ’ την πανώλη. Μια ιστορική ενθύμηση στην σ. 372 του κώδικα της μονής Παντελεήμονος 203, μας λέγει ακριβώς «Εις τους 1778 εγένετο μέγας χειμών εν Κωνσταντινουπόλει. Tω αυτώ έτει συνέβη και μέγα θανατικόν». Βέβαια δεν αποκλείεται το θανατικόν να διαρκούσε και τον χειμώνα τον l778, πρωτοφανερωμένο τον προηγούμενο χρόνο 1777. Η διαλεύκανση του θέματος δεν είναι πάντως εύκολη. Έτσι και ο Γρηγόριος γεννήθηκε στα 1778.
Σαν έτος θανάτου του Γρηγορίου αναφέρονται το 1820, το 1821 στις 23 Δεκεμβρίου που τον διαδέχτηκε στην πρωτοψαλτία ο Κωνσταντίνος, αλλά συχνότερα το 1822. Φαίνεται πως η σωστή χρονολογία θανάτου του Γρηγορίου είναι η 23 Δεκεμβρίου του 1821. Σύμφωνα με τις εξακριβώσεις αυτές ο Γρηγόριος έζησε απ’ το 1778 ως το 1821. Πέθανε, δηλαδή, νεώτατος, στην ακμή της ηλικίας του και δραστηριότητας του, ήταν δεν ήταν 43 χρονών.
Από μικρός έμαθε αυτοδίδακτα την Αρμενική γλώσσα και μουσική, γιατί του άρεσε να συχνάζει στην εκκλησία των Αρμενίων. Για να τον αποσπάσει από εκεί ο πατέρας του, τον ανέθεσε στον ηγούμενο του Σιναϊτικού Μετοχίου στον Βαλατά, τον κρητικόν Αρχιμανδρίτη Ιερεμία, όπου ο Γρηγόριος έμαθε και γράμματα ελληνικά και αναδείχτηκε, σαν καλλιφωνότατος που ήταν, σε Αναγνώστη και Ιεροψάλτη.
Ο φιλόμουσος μαθητής πολλών και εν τέλει Γεωργίου του Κρητός Γρηγόριος, όπως αναφέρεται σ’ ένα χειρόγραφο, είχε δασκάλους τον Ιάκωβο Πρωτοψάλτη, τον Πέτρο Βυζάντιο τον Πρωτοψάλτη και τον Γεώργιο Κρήτα. Φαίνεται πως επί πρωτοψαλτίας του Πέτρου Βυζαντίου, δηλαδή στα 1800-1805, βρίσκεται και ο Γρηγόριος στα Πατριαρχεία, αν όχι σαν λαμπαδάριος, τουλάχιστο σα α’ δομέστικος, συμψάλλοντας έτσι με τον διδάσκαλο του. Πάντως περί το 1810 ο Γρηγόριος ήταν λαμπαδάριος του Μανουήλ Πρωτοψάλτη.
Μέσα στην πενταετία 1800-1805 ο Γρηγόριος νυμφεύθηκε και απόκτησε παιδιά, χωρίς όμως να ξέρουμε συγκεκριμένα πόσα σε αριθμό. Ο Κωνσταντίνος Ψάχος μιλάει για την τελευταία θυγατέρα του Γρηγορίου, που στα 1897 ήταν ενενήντα χρονών.
Από λαμπαδάριος ο Γρηγόριος έγινε πρωτοψάλτης μετά τον θάνατο του Μανουήλ, στις 21 Ιουνίου του 1819. Ως Πρωτοψάλτης έψαλε δυόμισι χρόνια, μέχρι τον θάνατο του στις 23 Δεκεμβρίου του 1821.
Στο μεταξύ, και συγκεκριμένα στα 1814, έγινε η ιστορική μεταρρύθμιση στη γραφή της βυζαντινής σημειογραφίας, που χαρακτηρίστηκε σαν «ευεργεσία του Έθνους». Πρωταγωνιστές αυτής της μεταρρύθμισης ήταν τρεις μουσικολογιώτατοι της εποχής εκείνης άνδρες, δηλαδή ο Γρηγόριος, ο αρχιμανδρίτης Χρύσανθος και ο Χουρμούζιος Γεωργίου. Οι τρεις αυτοί διδάσκαλοι, όπως συνήθως είναι αχώριστα γνωστοί, συσκέφθηκαν επανειλημμένα και συστηματοποίησαν σε μια μέθοδο τη θεωρία της Βυζαντινής Μουσικής. Εκείνο όμως στο οποίο κυρίως έδωκαν σημασία – και με το οποίο «ευεργέτησαν το Έθνος» ήταν η ανάλυση ή εξήγηση της παλαιάς παρασημαντικής και η καταγραφή των μελών των προ του1814 μελουργών μα τη νέα αυτή μέθοδο γραφής.Η Νέα αυτή Μέθοδος διδασκαλίας και εκμαθήσεως της Βυζαντινής μουσικής υποβλήθηκε στο Πατριαρχείο. Συγκλήθηκε τότε επίτηδες η Ιερά Σύνοδος επί πατριαρχίας του Κυρίλλου του Ζ’, στην οποία εκλήθησαν και « οι επιφανέστεροι του Γένους ».
Καταπεισθείσα, λοιπόν, η Σύνοδος από τους ισχυρούς λόγους και τις βέβαιες αποδείξεις των τριών μουσικών διδασκάλων περί του κανονισμού της τέχνης (επειδή κατ’ αρχάς υπωπτεύετο ότι τάχα οι Διδάσκαλοι εζήτουν να καινοτομήσουν την ιερά Ψαλμωδίαν) εθέσπισεν, ίνα, ο μεν Γρηγόριος ο λαμπαδάριος και ο Χουρμούζιος Γεωργίου παραδίδωσι το πρακτικόν μέρος της Εκκλησιαστικής Μουσικής, ο δε Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος το Θεωρητικό μέρος αυτής. Αυτά μαρτυρεί ο από τους πρώτους μαθητές των τριών διδασκάλων και εκδότης του Θεωρητικού του Χρυσάνθου Παναγιώτης Πελοπίδης. Είναι ενδιαφέρουσα και η παρακάτω παράγραφος.
« Εσυστήθη λοιπόν δια τούτο σχολείο, εις το οποίον παρεχωρήθη να κατοικούν και πολλοί εκ των απόρων μαθητών. Εδιωρίσθησαν έφοροι της Σχολής και μισθός δια τους διδασκάλους. Εστάλθησαν πανταχού πατριαρχικά εγκύκλια γράμματα εις τους κατ’ επαρχία Αρχιερείς, ίνα όσοι ποθούν να σπουδάσουν την μουσική αμισθί κατά Νέα Μέθοδο, μεταβώσιν εις Κωνσταντινούπολιν όπου μετά δύο ετών διδασκαλία θέλουν γένει εγκρατείς της Μεθόδου. Έτρεξαν λοιπόν πανταχόθεν μαθηταί πάσης τάξεως και ηλικίας εξ αυτών μερικοί ευδοκιμήσαντες αρκετά, μετέβησαν εκείθεν άλλος εις μίαν πόλιν και άλλος εις άλλην όπου συστήσαντες ιδιαίτερα σχολεία, μετέδιδαν ειλικρινώς το τάλαντο, όπερ τοις ενεπιστεύθη».

Η προσφορά του Γρηγορίου στη δημιουργία της Νέας Μεθόδου ήταν ο κανονισμός και η ερμηνεία των κλιμάκων και των παραχορδών και η λιτή και σωστή ανάλυση και καταγραφή της παλαιάς παρασημαντικής στη νέα αυτή μέθοδο. Με ζήλο πολύ ευθύς μετά τη μεταρρύθμιση ο Γρηγόριος, όπως και ο Χουρμούζιος, καταπιάστηκε με το έργο της εξηγήσεως του έργου των παλαιών διδασκάλων. Και είναι καταπληκτικό πού μέσα σε μια μόνο εξαετία, από το 1815 ως το θάνατο του, το 1821, έγραψε περίπου 20 τόμους χειρόγραφα με εξηγήσεις των παλαιών βυζαντινών μελών. Απ’ αυτούς τους τόμους μερικούς τους αντέγραψε και δύο καιτρεις φορές για να ευκολύνει το έργο της διαδόσεως της Νέας Μεθόδου.


Θέλοντας τώρα να μιλήσουμε για το έργο του και να καταρτίσουμε τα Άπαντα του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου, πρέπει να διευκρινίσουμε πως αυτό ανήκει σε τρεις κατηγορίες.
α) στο προσωπικό δημιουργικό έργο,
β) στο εξηγητικό έργο, και
γ) στο προσωπικό πάλι αλλά «εξωτερικό» έργο, δηλαδή τα κοσμικά τραγούδια.

Αναλυτικά το έργο του είναι το ακόλουθο.
α) Το προσωπικό έργο
– Πολυέλεοι 2 (Δούλοι Κύριον και Επί των ποταμών Βαβυλώνος).
– Αργοσύντομες Δοξολογίες μια σειρά, δηλαδή 8, και 2 άλλες σε βαρύ ήχο.
– Μια σύντομη δοξολογία σε βαρύ ήχο.
– Αργές Δοξολογίες 4 (στους πλαγίους ήχους).
– Χερουβικά τρεις σειρές, δηλαδή 24 – μεγάλα, μεσαία, μέγιστα.
– Χερουβικά της εβδομάδος 3 (στη σειρά Πέτρου Πελοποννησίου).
– Κοινωνικά των Κυριακών «Αινείτε» μια σειρά, δηλαδή 8.
– Κοινωνικά τών εορτών πολλά σε πολλούς ήχους.
– Τα προκείμενα της εβδομάδος και τα των δεσποτικών εορτών.
– Ο Ν’ Ψαλμός σε β’ ήχο.
– Τα Τυπικά της Θείας Λειτουργίας σε δ’ ήχο λέγετο, φθορικό.
– Τα «πεντηκοστάρια» στιχηρά ιδιόμελα Της μετανοίας – Της σωτηρίας – Τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών.
– Τα τροπάρια που ψάλλοντα στο τέλος των Ωρών.
– Τα του μεγάλου Αποδείπνου Ψυχή μου, ψυχή μου και Παναγία Θεοτόκε.
– Κύριε ελέησαν, έργα, στους πλαγίους ήχους.
– Τα σύντομα τροπάρια του Νυμφίου Ιδού ο νυμφίος – Ότε οι ένδοξοι…
– Τα αργά καθίσματα των ακολουθιών του Νυμφίου.
– Τα ιέ Αντίφωνα της Ακολουθίας των Παθών σε σύντομο στιχηραρικό μέλος.
– Ένα μάθημα, όταν ενδύεται ο Αρχιερεύς Περίζωσαι την ρομφαίαν σου μετά κρατήματος.
– Ένα κράτημα σε ήχο βαρύ.
– Ένα μεγαλυνάριο, Την τιμιωτέραν, σε ήχο πλ. δ’ Νη.
– Οι καταβασίες του Λαζάρου, οι μη συνηθισμένοι ειρμοί του κανόνος Ανοίξω το στόμα μου και δ ειρμός Εποίησε κράτος (της Παρασκευής του Λαζάρου).
– Άξιον εστίν δύο σειρές, δηλαδή 16.
– Το κατά παράδοση μέλος του Αποστόλου και Ευαγγελίου, σε ήχο δ’.
β) Το εξηγητικό έργο
Ο Γρηγόριος εξήγησε και μετέγραψε στη Νέα Μέθοδο τα ακόλουθα έργα των Μελουργών, κυρίως τού ΙΖ’ και ΙΗ’ αιώνα:
– Τα Άπαντα του Πέτρου Μπερεκέτη (4 τόμοι).
– Το Στιχηράριο του Γερμανού Νέων Πατρών (5 τόμοι).
– Την Παπαδική του Πέτρου Βυζαντίου (την εκδεδομένη τετράτομο Πανδέκτη) (5 τόμοι).
– Το Καλοφωνικό Ειρμολόγιο (1 τόμος).
– Το Αναστασιματάριον του Πέτρου Πελοποννησίου (1 τόμος).
– Το Ειρμολόγιον του Πέτρου Πελοποννησίου (1 τόμος).
– Το Ειρμολόγιον, το σύντομον, του Πέτρου Βυζαντίου (1 τόμος).
– Το Δοξαστάριο του Πέτρου Πελοποννησίου (2 τόμοι).
– Την Εκλογή του Παπαδικού μέλους (1 τόμος).
– Την Εκλογή του Στιχηραρικού μέλους (1 τόμος).
– Άλλα διάφορα μαθήματα διαφόρων διδασκάλων.
γ) Κοσμικά τραγούδια
Έγραψε περί τα τριάντα (30) κοσμικά-αστικά τραγούδια, κυρίως κατά τον τρόπο των τουρκικών μακαμίων. Εκείνο που πρέπει να τονισθή είναι ότι πολλές απ’ τις πρωτότυπες συνθέσεις του χαρακτηρίζονται στα χειρόγραφα με τον προσδιορισμό, «πώς ψάλλονται εν τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία». Αυτή η μαρτυρία είναι το πιστοποιητικό της παραδόσεως του Γρηγορίου.
Γνωρίζουμε ακόμη απ’ τα χειρόγραφα και τις εξής λεπτομέρειες για μερικές συνθέσεις του. Μία σειρά χερουβικών, τα μεσαία, διεδόθησαν 68ησαν παρ’ αυτού κατά την εποχή 1817, εν μηνί Αυγούστω. – Το μάθημα σε βαρύ ήχο Περίζωσαι την ρομφαίαν σου με κράτημα, που ψάλλεται όταν ενδύεται ο αρχιερεύς αντί του Άνωθεν οι προφήται εμελοποιήθη δι’ αιτήσεως του σεβαστού Γέροντος αγίου Εφέσου κυρίου Διονυσίου. – Ο πολυέλεος Επί των ποταμών Βαβυλώνος σε τρίτο ήχο, μελοποιήθηκε κατ’ αίτησιν του αγίου Μολδαβίας κυρίου Βενιαμίν.
Η εξήγηση του Καλοφωνικού Ειρμολογίου απ’ τον Γρηγόριο είναι κατά την παράδοσιν Πέτρου Λαμπαδαρίου και Πέτρου του Βυζαντίου.
Το έργο αυτό του Γρηγορίου είναι διαδεδομένο με πολλά χειρόγραφα αλλά και με τα έντυπα μουσικά βιβλία. Όλο το καθ’ αυτό προσωπικό έργο τής α’ κατηγορίας είναι εκδεδομένο, εκτός του Αποστόλου και του Ευαγγελίου σε δ’ ήχο.
Απ’ το εξηγητικό του έργο εκδεδομένο είναι η τετράτομη Πανδέκτη, το Καλοφωνικό Ειρμολόγιο, το Αναστασιματάριο, το Ειρμολόγιο και το Δοξαστάριο του Πέτρου Πελοποννησίου, το Ειρμολόγιο του Πέτρου Βυζαντίου και λίγα άλλα διάφορα μαθήματα, διαφόρων διδασκάλων. Κι απ’ τα τραγούδια του Γρηγορίου είναι αρκετά εκδεδομένα στην Ευτέρπη και στην Πανδώρα (Α’ τόμος).

O Βίος και το έργο του

Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ της Μ. Εκκλησίας ο επικαλούμενος «Γιαμαλής», ως έχων περί τον κρόταφον μέλαν τι κρεατώδες εξοίδημα. Εγεννήθη εις την κατά την Προποντίδα νήσον Χάλκην, μαθητής γενόμενος Ιακώβου του Πρωτοψάλτου και Γεωργίου του Κρητός, εχοροστάτησεν ως Α΄ ψάλτης εν τη εν Ταταούλοις ιερά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου εν τη εν Γαλατά του Αγίου Ιωάννου και εν τη κατά Βαλατάν του σιναιτικού μετοχίου, διετέλεσε δε και διδάσκαλος επί όλην εξαετίαν της από του 1815-1821 λειτουργησάσης πατριαρχικής σχολής. Ο όντως χαλκέντερος αναδειχθείς Χουρμούζιος, επί δεκαοκτώ έτη φιλοπόνως εργασθείς ερμήνευσε πάντα τα μουσουργήματα των αρχαίων μουσικών, των από Ιωάννου του Δαμασκηνού μέχρι Μανουήλ του Πρωτοψάλτου ακμασάντων, άπερ εις εβδομήκοντα τόμοις ανερχόμενα, ηγοράσθησαν τω 1838 παρά Αθανασίου του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, ετυχον δε φιλοκάλου μερίμνης παρά Κυρίλλου του Β΄ πρωθιεράρχου της Σιωνίτιδος Εκκλησίας, του και εις ολιγωτέρους τόμους ταύτα συμπήξαντος και διατάξαντος πολυτελώς δεθώσι και να τεθώσιν εις την εν Φαναρίω βιβλιοθήκην του Παναγίου Τάφου, ένθα και σώζονται άχρι τούδε.

Συνέγραψεν εγχειρίδιον εισαγωγής εις το πρακτικόν μέρης της Μουσικής, έτερον μεγαλείτερον εις το θεωρητικόν, και εν ογκώδες σημειωματάριον περιέχον κατ’ εκλογήν τα άριστα του αρχαίου και νέου μουσικού συστήματος. Εμέλισε «Μακάριος ανήρ», «Είδομεν το φως» οκτάηχον, «Ρόδον το αμάραντον» οκτάηχον, ο «Ο ευσχήμων Ιωσήφ», κρατήματα, πολυελέους, ανοιξαντάρια, δοξολογίας, στιχολογίας των εσπερίων κατ’ ήχον, στιχολογίας των Αίνων κατά τους οκτώ ήχους, αντίφωνα αργά και σύντομα κατ’ ήχον, Τυπικά εις ήχον Βαρύν κατά το διατονικόν γένος, μίαν σειράν χερουβικά και κοινωνικά των Κυριακών και άλλα κοινωνικά του ενιαυτού έντεχνα, το μέγιστον στιχηρόν «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις» και άλλα, χρησιμεύοντα μάλλον εις μελέτην και εκγύμνασιν των μουσικών ή προς το ψάλλειν εν τη εκκλησία. Ηρμήνευσε και εξέδωκεν εις δευτέραν έκδοσιν το Αναστασιματάριον (ου τους αναστασίμους κανόνας και τα κατανυκτικά εμέλισεν ο ίδιος) Πέτρου του Πελοποννησίου, ηρμήνευσε και εξέδωκε το αργοσύντομον Είρμολόγιον των Καταβασιών του αυτού Πέτρου του Πελοποννησίου, το δίτομον δοξαστάριον ή αργόν στιχηράριον κατά μίμησιν Ιακώβου του Πρωτοψάλτου (εκδοθέν τω 1858), και την συλλογήν των Ιδιομέλων Μανουήλ του Πρωτοψάλτου. Εξέδωκε πρώτος τω 1828 την δίτομον Ανθολογίαν της Μουσικής, ης τα περιεχόμενα είναι πρωτότυπα, ως και το βιβλίον του εξ Εβραίων Νεοφύτου.

Επεθεώρησε διορθώσας την συλλογήν των αραβοτουρκικώνασμάτων, την καλουμένην «Ευτέρπην» του χανενδέ Ζαχαρίου. Ταύτα δε πάντα εγένοντο μετά θαυμασίας υπομονής υπό του φιλοπονωτάτου Χουρμουζίου, καίπερ υπό πενίας κατατρυχομένου. Απεβίωσεν εν Χάλκη τω 1840.

elGreek