Η βυζαντινή μουσική αποτελεί ένα πεδίο επιστημονικής έρευνας που απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί ένα πλήθος ερευνητών. Η πολυπλοκότητα και η ευρύτητα του κέντρισε το ενδιαφέρον ιστορικών, φιλολόγων, μουσικολόγων και πολλών άλλων επιστημόνων που προσπαθούν να ερευνήσουν, να κατανοήσουν και να καταλήξουν σε χρήσιμα συμπεράσματα για την βυζαντινή μουσική και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Κρίνεται όμως απαραίτητο στο σημείο αυτό να γίνουν δυο σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτον πρέπει να διευκρινισθεί τι εννοείται με τον όρο «βυζαντινή μουσική» και να αντιδιασταλεί από το όρο «μουσική του Βυζαντίου». Οι δύο όροι δεν είναι ταυτόσημοι. Εννοιολογικά ο όρος «μουσική του Βυζαντίου» καλύπτει όλες τις μουσικές, λόγιες και λαϊκές, θεωρητικές και προφορικές, θρησκευτικές και κοσμικές που εμφανίστηκαν και λειτούργησαν μέσα στο όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από προελεύσεις και γεωγραφικούς εστιασμούς. Αντιθέτως, ο όρος «βυζαντινή μουσική» είναι στενότερος και υποδηλώνει την κυρίαρχη και επίσημη μουσική έκφραση της αυτοκρατορίας, ήταν μια μουσική που ελεγχόταν και κατευθυνόταν από την εκκλησία και τους λειτουργούς της. Δεύτερον πρέπει να καθορισθεί ο χρονικός ορίζοντας της βυζαντινής μουσικής. Ο ορίζοντας αυτός συμβατικά ορίζεται μεταξύ των ετών 330 και 1453 μ.Χ. δηλαδή μεταξύ της εγκαθίδρυσης της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο και την μετονομασία της σε Κωνσταντινούπολη και της άλωσης από τους Οθωμανούς. Ο άξονας αυτός όμως επεκτείνεται μέχρι την σύγχρονη εποχή με τις μεταβυζαντινές και νεοβυζαντινές συνέχειες της .
ΤΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ.
Η βυζαντινή μουσική διαθέτει ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα που την διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα είδη μουσικής και της προσδίδουν τον ξεχωριστό χαρακτήρα της. Το γεγονός ότι θεωρείται μονοφωνική μουσική, θα μπορούσε να αναφερθεί πρώτο από τα γνωρίσματα αυτά. Πράγματι, η βυζαντινή μουσική περιγράφεται σαν μονοφωνική, διότι τα μέλη της είναι μονοφωνικά και ως μονοφωνικά γράφονται. Επίσης εκτελείται μια μονάχα μελωδική γραμμή, χωρίς πολυφωνία και χωρίς αρμονία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι κυριολεκτικά μονόφωνη. Πολύ συχνά συνοδεύεται από το ίσον, από έναν, δηλαδή, παρατεταμένο φθόγγο που είναι η βάση ή δεσπόζων φθόγγος του Ήχου. Η βυζαντινή μουσική είθισται να αποδίδεται από ιεροψάλτη ή χορό ιεροψαλτών και από ισοκράτες. Η θεωρία υποχρεώνεται λοιπόν να την κατατάξει ως δίφωνη και να επισημάνει τον πολύ σημαντικό ρόλο των συνηχήσεων .
Άλλο ένα ιδιαίτερο γνώρισμα είναι ότι πρόκειται για μουσική κατ’ εξοχήν φωνητική στην οποία η χρήση μουσικών οργάνων αποκρούεται. Στην βυζαντινή μουσική η φωνή, ο λόγος, κατέχει σημαίνουσα θέση. Είναι το σημαντικότερο στοιχείο. Δεν υπάρχει πουθενά κομμάτι που να αποτελείται μόνο από μουσική και καθόλου λόγο. Ορχηστρικά κομμάτια, με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν. Μουσικά όργανα δεν χρησιμοποιούνται. Μολονότι στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η απόρριψη των μουσικών οργάνων δεν ήταν τόσο έντονη όσο πιστεύεται, εκτός αν επρόκειτο για σύνδεση με την ειδωλολατρία, στους μεταγενέστερους καιρούς και κατόπιν συνοδικών αποφάσεων, τα μουσικά όργανα απαγορεύτηκαν και η διδασκαλία γινόταν με όργανο μόνο την φωνή .
Ιδιαίτερο γνώρισμα της βυζαντινής μουσικής αποτελεί και το γεγονός ότι είναι επτατονική. Η βυζαντινή επτατονία είναι σπονδειακή. Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από τις μαρτυρίες του Χρύσανθου και της πλειονότητας των θεωρητικών του Ισλάμ, που αναγνωρίζουν σε αυτήν το φθογγικό και σημαντικό μέρος του τροπικού υλικού που χρησιμοποιούν οι ίδιοι, αλλά κυρίως στην συστημική σπουδή της ιστορικής εξέλιξης των μουσικών ειδών και των συστημάτων .
Πέρα από αυτό όμως, άλλα ένα ιδιαίτερο γνώρισμα αποτελεί και η οκτωηχία της βυζαντινής μουσικής. Το βυζαντινό μέλος βασίζεται μελωδικά στο σύστημα της οκτωηχίας. Υπάρχουν τέσσερις κύριοι ήχοι και τέσσερις πλάγιοι. Το σύστημα αυτό διευρύνθηκε σημαντικά στα τέλη των Μέσων Χρόνων. Κάθε μελωδία εντάσσεται σε κάποιον Ήχο και ανήκει σε αυτόν όταν χρησιμοποιεί τις χαρακτηριστικές του μελωδικές γραμμές, συμπεριφορές και καταλήξεις. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που κάποια μελωδικά μοτίβα δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν συγκεκριμένο Ήχο αλλά παρουσιάζονται και σε μελωδίες που υπάγονται σε άλλον ή άλλους Ήχους. Τα μοτίβα αυτά ονομάζονταν «κοινόχρηστα» .
Δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και το γεγονός ότι η βυζαντινή μουσική μέχρι τον 10ο αιώνα δεν στηριζόταν σε μουσική γραφή αλλά η παράδοσή της ήταν προφορική. Από τα αποστολικά χρόνια μέχρι τον 10ο αιώνα η μεταβίβαση όλων των τύπων του χριστιανικού μέλους, συμπεριλαμβανομένου και του βυζαντινού εκκλησιαστικού, λόγω έλλειψης μουσικής γραφής βασιζόταν αποκλειστικά στην προφορική παράδοση. Μόνο από τον 10ο αιώνα και έπειτα άρχισαν να χρησιμοποιούνται συστήματα μουσικής γραφής που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασήμανση της βυζαντινής μουσικής. Από την περίοδο εκείνη και μέχρι σήμερα έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες μουσικές γραφές με πρώτη την λεγόμενη γραφή Σάρτρ .
Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βυζαντινής μουσικής δεν σταματούν στις παραπάνω παρατηρήσεις που αφορούν περισσότερο την μουσικολογία αλλά επεκτείνονται τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της μουσικής. Από την μεριά αυτή το πρώτο που θα πρέπει να τονισθεί είναι ότι η βυζαντινή μουσική είναι θρησκευτική μουσική με θεολογικό περιεχόμενο. Το γεγονός αυτό μπορεί να ανιχνευτεί πρώτα από τον ορισμό της που δόθηκε στην εισαγωγή. Διευκρινίστηκε ότι ο όρος «βυζαντινή μουσική» υποδηλώνει την κυρίαρχη και επίσημη μουσική έκφραση της αυτοκρατορίας, που εστιαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και κατευθυνόταν από την εκκλησία. Μάλιστα στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μόνο η εκκλησία δίδασκε την μουσική αυτή, γεγονός που υπογραμμίζει αλλά και ενισχύει τον θρησκευτικό της χαρακτήρα .
Είναι αλήθεια ότι η μουσική αποτελούσε την εντονότερη και αμεσότερη έκφραση της θρησκευτικής πίστης των ανθρώπων. Οι πλαστικές τέχνες όπως η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική, απεικόνιζαν μόνο κάποια στιγμή των ψυχικών διαθέσεων με τις σωματικές εκδηλώσεις του τεχνίτη. Αντίθετα η μουσική με τις διάφορες μορφές των ρυθμών της εξέφραζε την ίδια την ψυχική κατάσταση του πιστού, όπως εκδηλωνόταν και εξελισσόταν. Για τον λόγο αυτό η βυζαντινή μουσική είχε ένα ιδιαίτερο ήθος και ύφος. Ήταν μέσο μόρφωσης των πιστών και είχε διδακτικό χαρακτήρα. Υπενθύμιζε τα σημαντικότερα γεγονότα στην πορεία του Χριστιανισμού και πρόσφερε παραδείγματα για μίμηση. Μέσα από αυτήν ο Χριστιανός βίωνε την πίστη. Το περιεχόμενο της μουσικής αφορούσε πρωτίστως την μόρφωση και το ήθος των πιστών. Τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματά της, αναφέρονται στο ευχαριστιακό ήθος και την «εν Χριστό» μόρφωση και θεωρούνται οι προϋποθέσεις του μυσταγωγικού έργου της εκκλησίας. Η μυσταγωγία στην λατρεία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το υμνολόγιο και την μουσική. Με βάση αυτές τις επιδιώξεις της η βυζαντινή μουσική είναι γεμάτη με συμβολισμούς και θέματα που σκοπό έχουν την επίτευξη της όσο το δυνατόν καλύτερης διδαχής των Χριστιανών .
ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Περνώντας στο κεφάλαιο που αφορά τις επιρροές που δέχθηκε η βυζαντινή μουσική θα μπορούσε να δημιουργηθεί η απορία αν πραγματικά υπήρξαν τέτοιες επιρροές. Πράγματι, η βυζαντινή μουσική σήμερα παρουσιάζεται σαν ένα σύστημα στεγανό που δεν δέχεται επιρροές. Αυτό έχει συμβεί και στο παρελθόν. Ωστόσο αυτό το σημερινό γνώρισμα της βυζαντινής μουσικής, κάθε άλλο παρά χαρακτηρίζει το σύνολο της ιστορίας της. Δεν λειτουργούσε σαν κλειστό σύστημα στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ούτε στην πρώτη περίοδο των διωγμών και των διαμαχών, ούτε κατά τον 11ο αιώνα οπότε αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική κληρονομιά, ούτε στα χρόνια της «Παλαιολόγιας Αναγέννησης» με το άνοιγμα και την εισροή τόσο Ανατολικών όσο και Δυτικών επιδράσεων, ούτε βέβαια στα μετέπειτα χρόνια και σε χώρους όπου κυριαρχούσαν πια άλλες δυνάμεις με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ούτε τέλος και στην εποχή του Διαφωτισμού . Η σχέση της βυζαντινής μουσικής με την αρχαιότητα και η επαφή της με τους δυο παρακείμενους σύγχρονους του Βυζαντίου πολιτισμούς, τον Ανατολικό και τον Δυτικό, δεν της επέτρεψε να λειτουργήσει με εσωστρέφεια, αντιθέτως δέχθηκε επιδράσεις που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της.
Αρχή μπορεί να γίνει από την επιρροή των αρχαίων ελληνικών διατριβών περί μουσικής. Από τον 11ο αιώνα συντελείται η αναβίωση της γνώσης της αρχαίας ελληνικής μουσικής από μέρους Βυζαντινών και Ιταλών διανοουμένων, η οποία διογκώνεται από το 1261, με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την επανεγκατάσταση Ελλήνων αυτοκρατόρων σε αυτήν. Οι Έλληνες μελετούν τα αρχαία κείμενα υποκινούμενοι από την ανάγκη να δειχθεί η καταγωγή του πολιτισμού τους ενώ οι Ιταλοί από ένα ευρύτερο επιστημονικό πνεύμα που θα πλάσει την ιταλική Αναγέννηση. Βυζαντινοί διανοούμενοι γράφουν για την αρχαία ελληνική μουσική. Ανάμεσα σε αυτούς ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Μανουήλ Βρυέννιος, ο Ιωάννης Πεδιάσιμος και άλλοι. Οι διατριβές αυτές είναι κυρίως μεταφράσεις, παραφράσεις και σχολιασμοί αρχαίων ελληνικών διατριβών. Η γνώση της αρχαίας ελληνικής μουσικής θεωρίας και της θέσης που είχε η μουσική στην ζωή και την εκπαίδευση των αρχαίων Ελλήνων επηρέασαν τους Βυζαντινούς και την βυζαντινή μουσική.
Αλλά και η επίδραση από την Ανατολή ήταν πολύ μεγάλη. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που οι περισσότερες κτήσεις της εκτεινόταν στην Ανατολή δεν θα μπορούσε παρά να επηρεαστεί από αυτήν και στην μουσική. Σημαντικό μέρος της γεωγραφικής έκτασης της Ανατολής, μαζί με τους λαούς που την κατοικούσαν, ανήκε για μακρά χρονικά διαστήματα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στενές πολιτισμικές σχέσεις και ζυμώσεις. Πολλά στοιχεία της Βυζαντινής και της Ανατολικής μουσικής συμπίπτουν, πολλοί υμνογράφοι του Βυζαντίου γεννήθηκαν και έζησαν στην Ανατολή . Από την εποχή των κοντακίων ακόμη ανιχνεύεται η επαφή με την Ανατολή. Μάλιστα σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, οι αρχές της βυζαντινής υμνογραφίας θα πρέπει να συνδεθούν με την Συριακή ποίηση. Η ελληνική χριστιανική ποιητική παράδοση εκμεταλλεύτηκε κυρίως τις ελληνικές μεταφράσεις συριακών ποιητικών έργων του 4ου και 5ου αιώνα . Η σχέση βυζαντινής μουσικής και ανατολής είναι προφανής.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η σχέση αυτή γίνεται προφανέστερη αν γίνει αναφορά σε κάποιους υμνογράφους. Ένας από τους επιφανέστερους ο Ρωμανός ο Μελωδός ήταν Εβραίος από την πόλη Έμεσα της Συρίας που ήρθε στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και μεταγενέστεροι υμνογράφοι έζησαν στην Ανατολή: ο Ανδρέας Ιεροσολυμίτης καταγόταν από την Δαμασκό, το ίδιο και ο Κοσμάς ο Μελωδός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός ήταν εξελληνισμένος Σύρος και ο Θεοφάνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί και πολλοί άλλοι υμνογράφοι γεννημένοι στην Ανατολή επηρεάστηκαν στις δημιουργίες τους από την μουσική της παράδοση .
Αλλά και οι ισλαμικές επιδράσεις στην βυζαντινή μουσική είναι σημαντικές. Η επίδραση αυτή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πριν την άλωση στα χρόνια των παλαιολόγων. Το λιγότερο τρείς μεγάλοι ψάλτες-συνθέτες της εποχής εκείνης , ο Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Ξένος Κορώνης και ο Ιωάννης Κλαδάς, συνέθεσαν κρατήματα επηρεασμένα από την ισλαμική μουσική. Μετά την άλωση η επίδραση της ισλαμικής μουσικής είναι μεγαλύτερη και διακρίνεται σε έργα διαφόρων ψαλτών όπως ο Αρσένιος του Μικρού, ο Κοσμάς Ιβηρίτης και οι Ιάκωβος και Γρηγόριος Λευίτης. Γενικότερα θα μπορούσε κανείς να πει ότι η βυζαντινή μουσική, ιδιαίτερα μετά την άλωση, αποκτά μια στενότερη επαφή με την ισλαμική θρησκευτική μουσική και επηρεάζεται από το μυστηριακό και μακρόσυρτο ύφος της και την δομή της. Αποτέλεσμα αυτού είναι να πλουτίζεται από πολλά αργά μέλη, χωρίς όμως να θίγονται τα σύντομα ειρμολογικά και στιχηρά μέλη που ήταν μελισμένα στους ρυθμούς της ελληνικής γλώσσας .
Πέρα από την γενικότερη επίδραση της ισλαμικής μουσικής, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η βυζαντινή μουσική δέχθηκε την επίδραση της οθωμανικής μουσικής. Κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, δηλαδή από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα, μπορεί κανείς να βρει μελωδίες γραμμένες σύμφωνα με τους κανόνες της οθωμανικής μουσικής, που εν πολλοίς κατάγεται από την αραβοπερσική. Η οθωμανική μουσική ήταν φυσικό να επηρεάσει την βυζαντινή τόσο γιατί οι Οθωμανοί πια ήταν οι κυρίαρχοι και οι επαφές μαζί τους αναπόφευκτες όσο και γιατί ήταν μια μουσική γοητευτική που προσέλκυε πολλούς μελουργούς .
Αλλά και η επιρροή από την Δύση δεν ήταν μικρή. Κατά τον 15ο αιώνα, τον αιώνα που η διαφορά ανάμεσα στο μουσικό ύφος Ανατολής και Δύσης είχε γίνει σχεδόν αγεφύρωτη, έγιναν οι πρώτες μουσικές εισαγωγές από την Δύση στο εκκλησιαστικό μέλος. Οι πρώτες επαφές γίνονται με τους Φράγκους κατακτητές στα διάφορα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου ή με μερικούς Έλληνες μουσικούς που είχαν γνωρίσει την δυτική μουσική είτε στις πατρίδες τους από τους Φράγκους είτε ταξιδεύοντας στην Δύση. Την ίδια εποχή γίνονται προσπάθειες να εμπλουτίσουν τα βυζαντινά μέλη με συνθέσεις γραμμένες στα πρότυπα της δυτικής μουσικής. Τα κομμάτια αυτά επειδή ήταν δίφωνα ονομάστηκαν από τους συνθέτες τους «διπλά μέλη». Ο Μανουήλ Γαζής και ο Ιωάννης Πλουσιαδηνός είναι δύο από τους συνθέτες αυτούς. Πέρα όμως από τα «διπλά» υπάρχουν και άλλα μέλη της εποχής των Παλαιολόγων που είναι επηρεασμένα από την Δύση. Είναι τα λεγόμενα «δυσικά», τα οποία δανείζονται ορισμένα στοιχεία από την δυτική μουσική χωρίς να υιοθετούν την πολυφωνία της. Τέτοια μέλη έγραψαν μεταξύ άλλων και οι Μανουήλ Αγαλλιανός και Ιωάννης Γλυκύς. Η εισροή μουσικών στοιχείων από την Δύση συνεχίστηκε και μετά την άλωση και μάλιστα με εντονότερο ρυθμό μια και εξέλειψε η κρατική υπόσταση του Βυζαντίου .
Οι εισροές αυτές, δυτικών μουσικών στοιχείων, παρατηρήθηκαν κυρίως σε περιοχές με ελληνικό πληθυσμό που κατεχόταν από Λατίνους. Παράδειγμα τέτοιων περιοχών που δέχθηκαν δυτικά στοιχεία στην βυζαντινή μουσική είναι η Κύπρος, η Κρήτη και τα Επτάνησα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κρήτη του 16ου και 17ου αιώνα, στην οποία η επαφή με την δυτική μουσική ευνόησε την ανάπτυξη μιας ιδιόρρυθμης εκκλησιαστικής μουσικής που μεταφυτεύθηκε στα Επτάνησα μετά την υποδούλωση της Κρήτης στους Τούρκους .
Τέλος, θα ήταν λάθος να μην αναφερθεί και το γεγονός του επηρεασμού της βυζαντινής μουσικής μέσω των προσωπικών επαφών των ψαλτών-δημιουργών με αλλόθρησκους και αλλογενής. Τόσο πριν όσο και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης πολλοί συνθέτες ή ψάλτες, προκειμένου να αυξήσουν το πενιχρό εισόδημά τους, τραγουδούσαν σε συγκεντρώσεις λαϊκών που πολλές φορές δεν ήταν Έλληνες. Παραδείγματος χάρη τραγουδούσαν πολλοί, μετά την άλωση, οθωμανικές μελωδίες στα σουλτανικά συμπόσια και τους οντάδες των αγάδων, των μπέηδων και των πασάδων, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στον αλληλοεπιρρεασμό της βυζαντινής και της οθωμανικής μουσικής. Έτσι στοιχεία κοσμικά αλλά και στοιχεία από διαφορετικές θρησκείες και διαφορετικές καταγωγές περνούσαν στην βυζαντινή μουσική και την επηρέαζαν.
τα μουσικολογικά όσο και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της που αφορούν το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της, είναι αυτά που συντελούν στην ολοκλήρωση του ύφους της
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Επισυνάπτοντας κανείς όλα τα παραπάνω μπορεί να καταλήξει σε κάποιες παρατηρήσεις όσον αφορά την βυζαντινή μουσική. Πρόκειται για μια μουσική η οποία έχοντας τα δικά της ιδιαίτερα γνωρίσματα, διακρίνεται από τις άλλες, σύγχρονές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μουσικές, την Δυτική και την Ανατολική, και με τον τρόπο αυτό διαμορφώνει το δικό της ξεχωριστό ύφος. Τόσο τα μουσικολογικά όσο και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της που αφορούν το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της, είναι αυτά που συντελούν στην ολοκλήρωση του ύφους αυτού. Κάνουν λάθος όσοι πιστεύουν πως η βυζαντινή μουσική υπήρξε σε όλη την διάρκεια της ιστορικής της πορείας ένα κλειστό σύστημα που δεν δεχόταν επιρροές από πουθενά ή που δεν υιοθετούσε άλλα στοιχεία πέρα από τα δικά της. Μπορεί η κατάσταση αυτή να φαντάζει γεγονός αδιαμφισβήτητο για την σημερινή εποχή και την σημερινή μορφή της βυζαντινής μουσικής αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι σε περασμένες περιόδους. Η βυζαντινή μουσική επηρέασε αλλά και δέχθηκε επιρροές από πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής, από πολλούς και διαφορετικούς πολιτισμούς. Αποτέλεσμα ήταν ο εμπλουτισμός της με διαφορετικά στοιχεία που συνέβαλαν και αυτά στην δημιουργία του ξεχωριστού ύφους της.
Γενικότερα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι μιλώντας για την βυζαντινή μουσική γίνεται λόγος για μια μουσική που έχει εσωτερικότητα, βάθος και ευγένεια λεπτή, μεγαλοπρέπεια και αίσθημα πραγματικό χωρίς θεατρινισμούς αλλά και για μια μουσική που η μελέτη και η έρευνά της πολύ απέχει από την ολοκλήρωση. Αποτελεί, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ένα πεδίο επιστημονικής έρευνας που δεν έχει εξετασθεί ακόμη πλήρως. Για μια τέτοια τέχνη αξίζει να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια για την ευρύτερη και ουσιαστικότερη μελέτη της. Πρόκειται για μια διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και τα αποτελέσματά της θα ολοκληρώσουν την εικόνα που έχουμε για την βυζαντινή μουσική.