Skip to content

Κωνσταντίνος Πρίγγος. Άρχων πρωτοψάλτης Της Μεγάλης Του Χριστού Εκκλησίας 1892 -1964

Ο Κωνσταντίνος Πρίγγος εγεννήθη στην Κωνσταντινούπολη, κατά το έτος 1892. Η άποψις πολλών ότι εγεννήθη εν Ζαγορά του Βόλου δεν ευσταθεί. Εφοίτησε μέχρι την Δ’ Γυμνασίου (ήτοι την Α’ Λυκείου) στο Ζωγράφειον Γυμνάσιον της Κωνσταντινουπόλεως. Το έτος 1915, ενυμφεύθη την επίσης Κωνσταντινουπολίτισσα Ελένην και απέκτησε από αυτήν τρία παιδιά, τον Βύρωνα, την Αλίκην, και την Κυβέλην, η οποία απεβίωσε το έτος 1950.

Τα πρώτα μουσικά γράμματα τα διδάχθηκε εις ηλικίαν δέκα ετών από τον Πρωτοψάλτην του καθεδρικού Ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Πέραν, Μουσικοδιδασκάλου Ευστρατίου Παπαδοπούλου του Βυζαντίου, του επιλεγομένου Καμπούρη, όπου και διεκρίθη ως Α’ Κανονάρχης. Μετέπειτα κατ’ οίκον διδάσκαλός του ήτο ο Μιχαήλ Μουρκίδης, Πρωτοψάλτης Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος Πέραν, διακεκριμμένος επί καλλιφωνία και μουσική εμπειρία. Αμφότεροι oι διδάσκαλοι του ήσαν μαθηταί του Άρχοντος Πρωτοψάλτου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεωργίου του Ραιδεστηνού του Β’, μεγάλου εκτελεστού της εκκλησιαστικής μουσικής. Εν συνεχεία επί τέσσαρα περίπου έτη εφοίτησε στην Πατριαρχική Μουσική Σχολή, έχων διδάσκαλον και τον Ιάκωβον Ναυπλιώτην, όπου και ετελειοποιήθη στην θεωρίαν και ορθογραφίαν της Βυζαντινής μουσικής.

Πολυκύμαντος ήτο η ψαλτική του σταδιοδρομία. Συγκεκριμένα έψαλλε στους κάτωθι Ναούς: 

  • Από το 1908 -1909, Β’ Ψάλτης Ι. Ναού Αγ. Αποστόλων Φερίκιοϊ.
  • Από το 1909 – 1911, Α’ Δομέστικος Ι. Ναού Αγ. Τριάδος Πέραν.
  • Από το 1911-1913, Β’ Δομέστικος Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού.

Την εποχή εκείνη Πρωτοψάλτης ήτο ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, Λαμπαδάριος ο Κωνσταντίνος Κλάββας και Α’ Δομέστικος ο Δημήτριος Φωκαεύς. 

  • Από το 1913 -1915, Α’ Ψάλτης Ι. Ναού Αγ. Δημητρίου Ταταούλων.
  • Aπό το 1915 -1916, Β’ Ψάλτης Ι. Ναού Αγ. Τριάδος Πέραν.
  • Από το 1916 -1925, Α’ Ψάλτης του ιδίου Ναού.

Οπότε και εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη και έρχεται στην Ελλάδα, όπου: 

  • Από το 1925 -1926, Α’ Ψάλτης Πανελληνίου Ιδρύματος Τήνου.
  • Από το 1926 -1929, Α’ Ψάλτης Ι. Ναού Αγ. Παύλου Καβάλας.
  • Από το 1929 -1930, Α’ Ψάλτης Ι. Ναού Παναγίας Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης.
  • Από το 1930 -1933, Α’ Ψάλτης Ι. Ναού Υπαπαντής Θεσσαλονίκης.

Οπότε και επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου: 

  • Από το 1933 -1936, Α’ Ψάλτης Ι. Ναού Αγ. Τριάδος Πέραν.
  • Από το 1936 -1937, Α’ Ψάλτης Ι. Ναού Αγ. Ιωάννου Χίων Γαλατά.
  • Από το 1937 -1938, Α’ Ψάλτης Ι. Ναού Αγ. Δημητρίου Ταταούλων.

Τα δύο τελευταία έτη, έχων ως αριστερόν και ακολούθως ως δομέστικόν του, τον μετέπειτα Πρωτοψάλτη του Πατριαρχικού Ναού, βαθύ γνώστη και ακάματο μελετητή της πατρώας μας μουσικής, Βασίλειο Nικoλαΐδη.

Εις το τεύχος Φεβρουαρίου του έτους 1938 του περιοδικού «Ορθοδοξία» αναφέρεται: «Εις την δια του θανάτου του αειμνήστου Ευστ. Βιγγοπούλου κενωθείσαν θέσιν του Άρχοντος Λαμπαδαρίου της Μ. του Χριστού Εκκλησίας, η Α. Θ. Παναγιότης διώρισε τον πρωτοψάλτην της εν Ταταούλοις Ι. Εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου κ. Κωνσταντίνον Πρίγγον, όστις προ ικανών ετών εχρημάτισε Β’ Δομέστικος του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού».

Εις τον διορισμό αυτόν, μεγάλως συνέβαλε ο Ιακ. Ναυπλιώτης, με την εξής ετυμηγορίαν του: «Δια να διαφυλαχθή το πατριαρχικόν ύφος, ο μόνος κατάλληλος είναι ο Πρίγγος», η οποία και επεκράτησε, δεδομένου ότι ο τότε Α’ Δομέστικος Αναστάσιος Μιχαηλίδης, αυτός o λίαν πεπειραμένος και βαθύς γνώστης της πατριαρχικής τάξεως, από τον οποίον πολλά απεκόμισαν Πρίγγος και Στανίτσας, λόγω ακαταλληλότητος της φωνής του, δεν εθεωρήθη ικανός προαγωγής.

Ως Αρχων Λαμπαδάριος έψαλλε μέχρι τον Μάρτιο του 1939, όταν ο Αρχων Πρωτοψάλτης Ιάκωβος Ναυπλιώτης έλαβεν εξάμηνον αναρρωτικήν άδειαν, με την λήξιν της οποίας υπέβαλε την οριστικήν του παραίτησιν. Από 1ης Μαρτίου του 1939 μέχρι και την 23ην Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους εχρημάτισεν Τοποτηρητής της Πρωτοψαλτίας, ενώ από τις 24 Σεπτεμβρίου 1939 μέχρι και τα μέσα του 1959, που δια λόγους υγείας παρητήθη, επί μίαν εικοσαετίαν, Αρχων Πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.

Ήδη από το 1957 προσβληθείς από παραπληγίαν, μετεκινείτο μετά δυσκολίας βαδίζων, υποβασταζόμενος υπό φίλων μέχρι και το αναλόγιον, λόγω ατονίας των κάτω άκρων του.

Εν συνεχεία ο Πρίγγος, χάριν θεραπείας και μη έχων την κεφαλήν που κλίναι, αναχωρεί εις Ελλάδα, όπου επί τριετίαν και πλέον νοσηλεύεται εις το Νοσοκομείον «Ευαγγελισμός».

Και φθάνουμε στον Φεβρουάριο του 1964. Η χορωδία Συνδέσμου Μουσικοφίλων Σταμπούλ συναθροισμένη στην αίθουσα Παναγίας Σταυροδρομίου, έτοιμη για τελευταία πρόβα προσεχούς εμφανίσεώς της, αναμένει τον χοράρχη Θρ. Στανίτσα, ο οποίος και αργοπορεί. Αίφνης ανοίγει η πόρτα και εισέρχεται στην αίθουσα περίλυπος, με πάλλουσα φωνή αναγγέλλει τον θάνατον του Πρίγγου. Ταυτόχρονα σωριάζεται σε ένα κάθισμα και κλαίει με λυγμούς σαν μικρό παιδί. Βλέπετε αυτόν έταξε η μοίρα αγγελλιοφόρον του θλιβερού μηνύματος του θανάτου, του επί μίαν εικοσαετία συναδέλφου του. «Επελθών ο θάνατος πάντα εξηφάνισται». Επρεπε να επέλθη το μοιραίον, για να παραχωρήσουν αι ανθρώπιναι αδυναμίαι την θέσιν των εις το δέος και τον οίκτο.

Της νεκρωσίμου ακολουθίας του, η οποία εψάλη μεγαλοπρεπώς εις τον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, επεμελήθη ο Σύλλογος Φίλων Βυζαντινής Μουσικής Αθηνών και ο ενταφιασμός εγένετο εις το Γ’ Νεκροταφείον.

Αργότερα εις έρανο που πραγματοποιήθηκε μερίμνη και πρωτοβουλία του επιφανούς μουσικοδιδασκάλου και εκλεκτού ανδρός Γεωργίου Τσατσαρώνη, συνηθροίσθη σεβαστό ποσόν το οποίον και διετέθη εις την ανέγερσιν μνημείου εις το Νεκροταφείον Ν. Σμύρνης, εις μνήμην των από Αλώσεως και μέχρι της σήμερον θανόντων ιεροψαλτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εκεί το έτος 1972 εγένετο η ανακομιδή των οστών του αειμνήστου Πρίγγου με μεγαλοπρέπειαν, προεξάρχοντος του τοτε Σεβ. Μητροπολίτου του Οικουμενικού Θρόνου Βελγίου κ. Αιμιλιανού Ζαχαροπούλου (νυν Μητροπολίτου Κώου), όστις και εξεφώνησε τον κατάλληλον τη περιστάσει λόγον.

Τονίζω πάλιν ότι όλα τα ανωτέρω έγιναν πρωτοβουλία, μερίμνη και θυσίαις του εκλεκτού ανδρός Γεωργίου Τσατσαρώνη, αγαπημένου μαθητού και εγκαρδίου φίλου του αειμνήστου.

Αυτά εις μνημόσυνον αιώνιον.

Ο Πρίγγος εις την ιδιωτική του ζωή ήτο λιτός. Από οικονομικής πλευράς, ο μισθός του ικανοποιητικός μεν, όμως δεν του επέτρεπε να ζη, όπως αρμόζει εις Αρχοντα Πρωτοψάλτη. Παρά ταύτα κυκλοφορούσε πάντοτε ευπρεπώς ενδεδυμένος. Αν και εκάπνιζε, αυτό δεν του δημιούργησε προβλήματα. Δεν ήτο πότης, ηρέσκετο όμως να συνευωχείται και εξηγούμαι. Τους χειμερινούς μήνας κυρίως, μετά την απόλυσιν της Κυριακάτικης Λειτουργίας, όλοι οι ψάλτες της περιοχής Φαναρίου και περιχώρων συνηθροίζοντο στο καφενείο του Γιώργου, στην πλατεία Φαναρίου. Εκεί ερχόταν και ο Πρίγγος, για να πάρει τον ειθισμένο του καφέ εν μέσω θαυμαστών του. Ακολουθούσαν συζητήσεις, κυρίως για ψαλτικά θέματα, που διαρκούσαν μια, πολλές φορές και δύο ώρες.

Αυτός ο μικρός μεν το δέμας, δεινός όμως ως προς την εφαρμογή και εκτέλεση του Πατριαρχικού ύφους, αυτός ο γλυκαίνων ακοήν και διάνοιαν δια των μελιρρύτων αυτού φθεγμάτων, ήτο μία από τις σπάνιες μορφές στην ιστορία της ιεράς ημών μουσικής, προικισμένος από την φύσιν με εξαίρετον φωνητικόν τάλαντον, απαράμιλλον μουσικήν δεινότητα, σπάνια ηδύτητα της φωνής, αλλά και με μνήμη απεριόριστη.

Αριστος μελοποιός, με αρκετά πλούσια συνθετική δράση, όχι όμως και εκδοτική. Το μοναδικό του επίσημο σύγγραμμα, το οποίο χαρακτηρίζει η απλότητα της γραφής και δια το οποίον ο ίδιος εις πρόλογό του μας λέγει ότι: «Μας παραδίδει δια γραφής ό,τι δια ζώσης παρέλαβε από τον διδάσκαλόν του Ιάκωβο Ναυπλιώτη», είναι τα υπό τον τίτλο «Η Πατριαρχική Φόρμιγξ», Μεγάλη Εβδομάς, Δοξαστάριον και Αναστασιματάριον (Τα δύο τελευταία συμπληρωθέντα υπό μαθητών του καθ’ υπαγόρευσιν του ιδίου).

Όσον αφορά την συνθετική του δράση, εκτός των ανωτέρω, έχει μελοποιήσει πλήθος αργών και αργοσυντόμων Χερουβικών εις όλους του ήχους, Λειτουργικά εις ήχον β’ (Χουζάμ), πλ. του α’, πλ. του β’, Βαρύν, πλ. του δ’ και πλ. του α’ (Χιτζαζκιάρ Κιουρντί), «Δύναμις» εις ήχον α’ (Σαμπαχί), «Δύναμις – Όσοι εις Χριστόν». Δύο εμμελεστάτους πολυχρονισμούς εις ήχον πλ. του α’ και πλ. του δ’ και άλλα.

Όλα τα γνήσια έργα του φέρουν την σφραγίδα ενδελεχούς εργασίας, εκλεκτικότητος και ανωτέρας εμπνεύσεως. Πολλοί σύγχρονοι μελοποιοί έχουν εκδόσει ή και έχουν συμπεριλάβει σποράδην, εις διαφόρους εκδόσεις των, μεταξύ άλλων πολλά από τα ανωτέρω, με γραφήν όμως τελείως διάφορον της του ιδίου.

Η φωνή του εκινείτο άνετα εις δις διαπασών κλίμακα και πέραν τούτου, όπου δει, εχρησιμοποίει δύο και τρεις νόθες φωνές προς το οξύ.

Γλυκύς, σεμνοπρεπής και μυστικοπαθής κατά την εκτέλεσιν ωρισμένων μαθημάτων, όπως προεισαγωγαί αργών Χερουβικών, αργόν Αλληλουϊα της Ακολουθίας του Νυμφίου, αργά Προκείμενα των κατανυκτικών Εσπερινών, «Δόξα σοι Κύριε» του Ευαγγελίου, «Tov Δεσπότην και Αρχιερέα» -το οποίον συνήθιζε να ψάλλει εστραμμένος προς τον Δεσποτικόν Θρόνον και με τας παλάμας των χειρών του ενωμένας, όπως ίσταται ο κανονάρχης απέναντι του Πατριάρχου για να απαγγείλει το «Κέλευσον, Δέσποτα» και άλλα.

Ηγεμονικός δε, όπως συνήθιζε να λέγει και ο ίδιος, κατά την εκτέλεσιν μαθημάτων, όπως Ακολουθίαι Εσπερινού και Όρθρου εν γένει, αργαί Δοξολογίαι, αργά Ιδιόμελα Κατανυκτικών Εσπερινών, αργαί Καταβασίαι: «Ηδη βάπτεται κάλαμος», «Τον ήλιον κρύψαντα» – κατά την περιφοράν του Επιταφίου-, Τροπάριον της Κασσιανής εξαιρουμένων ωρισμένων γραμμών και άλλα, πάντοτε όμως εις ύφος Πατριαρχικόν.

Kαι γεννάται το ερώτημα: Τι είναι το Πατριαρχικόν λεγόμενον ύφος; Σεμνότης και μεγαλοπρέπεια, ηγεμονική ή μυστικοπαθής εκτέλεσις όπου δει, ο ενδεδειγμένος χρόνος, η ορθή απαγγελία, ο τονισμός των λέξεων και αυτή ακόμη η σωματική στάσις του ψάλλοντος, όλα αυτά ομού συνυφασμένα δίδουν, κατά τον Πρίγγον, τον ορισμόν της εννοίας του Πατριαρχικού ύφους, το οποίον μεταδίδεται δια ζώσης και μόνον και αποκλειστικώς εν τω Πατριαρχικώ Ναώ.

Αν και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε φθογγόμετρον, καθ’ όλην την διάρκειαν της πρωτοψαλτίας του, τα ίδια μαθήματα τα έψαλλε πάντοτε εις την ιδίαν βάσιν. Αυτό δεν εξέφευγε της προσοχής αλλά και της εκδήλου εκτιμήσεως του Στανίτσα.

Ψυχρότης χαρακτήριζε, ως επί το πλείστον, τις σχέσεις των δύο ανδρών Πρίγγου και Στανίτσα. Απέφευγαν να συναντώνται. Υπήρχαν όμως στιγμαί ή και περίοδοι παροδικής φιλίας. Παρά ταύτα ο Στανίτσας, εις μίαν κατ’ ιδίαν συνομιλίαν μας, δεν δίστασε να τον ονομάσει γίγαvτα. Αυτό τον τιμά. Όπως και ο Πρίγγος πολλές φορές μου έλεγε: «Ακουσε, Σταμάτη, μετά από αυτόν, εννοούσε τον Στανίτσα, άλλος δεν υπάρχει να τον διαδεχθή».

Αναμφιβόλως η οκταετής διαμονή του Πρίγγου στην Ελλάδα (1925 – 1933) άφησε εποχή. Ο τρόπος του ψάλλειν, ήτοι το σεμνοπρεπές και μυστικοπαθές του ύφος, μαζί με το καλλικέλαδον της φωνής του, είχαν μεγάλην επίδρασιν εις τον ιεροψαλτικόν και όχι μόνο κόσμον, αποτέλεσμα της οποίας ήτο η δημιουργία ενός ρεύματος οπαδών Πρίγγου.

Ο Πρίγγος διέπρεπε και ως χοράρχης, από του έτους 1948 της νεοσυστάτου τότε Χορωδίας Συνδέσμου Μουσικοφίλων Κωνσταντινουπόλεως την οποίαν επί σειράν ετών διηύθυνε με μεγάλην μαεστρίαν αλλά και πειθαρχίαν.

Εν κατακλείδι ο Πρίγγος ετίμησε το πατριαρχικό αναλόγιον διακριθείς δια την καλλιφωνίαν του και την μουσικήν του μόρφωσιν. Ιδίως όμως αφήκεν εποχή ως άριστος εκτελεστής του Πατριαρχικού ύφους, φανείς αντάξιος των προκατόχων του.

Πηγή:https://www.cmkon.org/

en_USEnglish